Page 21 - Η τελευταία αυτοκράτειρα του Βυζαντίου
P. 21
γειτονιάς.
Μην τα πολυλογώ, εκείνη την πρωτοχρονιά μετρήσαμε τον
μπεζαχτά μας και παράλληλα εγώ μοίραζα και τα γλυκά που μας
είχαν δώσει. Τελικά, σε τέσσερις ώρες είχαμε συγκεντρώσει είκοσι
χρυσά νομίσματα· μια μικρή περιουσία θα έλεγα!
«Δεν είναι κι άσχημα για φέτος!» είπε ο Εμμανουήλ.
«Πέρυσι τι είχαμε κάνει;» ρώτησα.
«Περίπου δεκαοχτώ χρυσά», είπε η Ελένη και μασούλησε ένα
μελομακάρονο.
«Κάθε φέτο και καλύτερα!» είπα. «Ελπίζω και του χρόνου το
ίδιο».
«Και τώρα;» ρώτησε ο Γαβριήλ.
Τον κοιτάξαμε όλοι απορημένοι.
«Εννοώ θα πάμε και πιο κάτω;»
«Κάτω στους… άλλους;» ρώτησα.
Με κοίταξαν περίεργα. Ήξεραν ότι στον Μυστρά, όπως και στην
Κωνσταντινούπολη, υπήρχε αντιπαλότητα ανάμεσα σε πολλές
οικογένειες. Οι Νοταράδες είχαμε σχεδόν έχθρητα με τους
Σφραντζήδες –θα μιλήσω αλλού για δαύτους– που διέμεναν πάνω στο
παλάτι, αλλά και με τους Λασκαραίους της κάτω πόλης. Αυτοί δεν
ήταν τόσο πλούσιοι, όπως εμείς, αλλά είχαν πολλούς υποστηρικτές
μέσα στο λαό, γνωριμίες με πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες,
καθώς επίσης δούλους και υπηρέτες όπως κάθε πλουσιόσπιτο της
εποχής εκείνης.
Ο πατέρας μου είχε έχθρητα με τους Λασκαραίους για εμπορικές
υποθέσεις. Αλλά εγώ πιστεύω και για κάτι άλλο: ο πατέρας μου
«υποστήριζε» τη φιλία με τους Δυτικούς, με την έννοια ότι δεν ήταν
αντίθετος στο να κάνουμε παρέα, αρκεί να έχουμε ξεκαθαρίσει τους
κανόνες του παιχνιδιού, που λέμε. Όμως οι Λασκαραίοι, επειδή είχαν
πιο παλιά αυτοκράτορες προγόνους που αγωνίστηκαν ενάντια στους
Φράγκους σταυροφόρους οι οποίοι το 1204 είχαν καταλάβει την
Πόλη, ήταν αντίθετοι σε τέτοιες σχέσεις.
Άσε που οι δικοί μου, χάρη στον παππού Νικόλαο που είχε πολύ
καλές γνωριμίες, κατάφεραν να πάρουμε οικογενειακώς τη βενετική
και τη γενοβέζικη υπηκοότητα. Δηλαδή ήμασταν συγχρόνως και