Page 115 - ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ - ΤΖΙΜΗΣ ΠΑΝΟΥΣΗΣ
P. 115
Τζίμης Πανούσης
θέα τους μπάτσους», της έλεγε ο Μανώλης γελώντας,
κι αυτή τσαντιζότανε, γιατί είχε αδερφό χωροφύλακα.
Ο Μανώλης, απ' τα χαράματα, σηκωνότανε και πήγαινε
στο ταχυδρομείο να παραλάβει τον σάκο με τα γράμματα.
Μετά, πάλι γύριζε στο σπίτι, τα 'δίνε στη Μαρίνα, κι αυτή
έβγαινε να τα μοιράσει, γιατί αυτός, μετά την Αλλαγή,
είχε πέσει στην πρέζα και δεν τον βαστάγανε τα πόδια
του. Ξάπλωνε, λοιπόν, στο κρεβάτι της Μαρίνας, άνοι-
γε και το παράθυρο και παρακολουθούσε τους μπάτσους
απέναντι. Οι μπάτσοι, βέβαια, τα ξέρανε όλα. Και για τη
λούφα στο ταχυδρομείο, και για την πρέζα. Αλλά κάνανε
τα στραβά μάτια, κι ο Μανώλης αυτό το εκτιμούσε. Μια
γειτονιά, έλεγε, είμαστε. Άμα αρχίσει να καρφώνει ο ένας
τον άλλον, χαθήκαμε. Είχε πιάσει μάλιστα και φιλίες με
τους σκοπούς, και πιο πολύ μ' έναν καινούργιο απ' την
Ήπειρο. Τον ελέγανε Χαρίση, το μικρό του δεν του το 'χε
πει, και είχε μπει στο σπίτι κάνα-δυο φορές στο σχόλασμα
και παίξανε τάβλι. Τη μια φορά τους βρήκε κι η Μαρίνα
να παίζουνε κι έκανε μεγάλη φασαρία στο Μανώλη, μπας
και μπλέξει το νεαρό κι έχουνε τραβήγματα. Κι επειδή ο
Μανώλης δεν έπαιρνε από λόγια, πήγε μόνη της και βρήκε
τον αστυνόμο και τού 'πε να μην έρχεται στο σπίτι για να
μη χαλάσει την καριέρα του. Τού 'πε και τα βάσανα της,
όλη μέρα ποδαρόδρομο χωρίς να πληρώνεται, πως δεν
είχε κανέναν στον κόσμο, και την ερωτεύτηκε ο αστυνό-
122