Page 7 - C:\Users\MAIK\Documents\Flip PDF Corporate Edition\ΝΑΠΑΙΟΣ 137\
P. 7
«ΝΑΠΑΙΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ» 7
Γενική Γραμματέας: Ανδρομάχη Π. Χατζηστεφανή
Ταμίας: Ιωάννα Δούκα
Μέλη: Στέλλα Θεοδώρου Μπούρου, Ευάγγελος Βουρδουμπάκης,
και Μαίρη Κυριαζή Τζώρτζη.
Εξελεγκτική Επιτροπή :
Πρόεδρος: Γεώργιος Χ. Θεολόγου
Μέλη: Χαράλαμπος Π. Θεολόγου και Στέλιος Μαρμαρινός
Αντιπρόσωπος στην ΟΛΣΑ: Ελευθέριος Καπετανάς
Ενθύμιον Στρατιώτου
Συνεχίζουμε την δημοσίευση του χειρογράφου ντοκουμέντου του αειμνήστου Ιγνατίου
Μαρίνου, που είχαμε αρχίσει να δημοσιεύουμε στο τεύχος 132. Ενθύμια και βιώματα από
την στρατιωτική του ζωή έτους 1937:
Αφήστε με να κάθομαι, το αχ αυτό όταν το πω εγώ σου είπα πάνω σα πας
κανείς να μη με σβήσει τα στήθια μου ματώνουν ερωτική αιτία
θέλω να δω την τύχη μου τα χείλη μου μαραίνονται θα βρω καημούς και
πού θα με καταντήσει και το κορμί μου λειώνει στεναγμούς
Συννεφιασμένος ουρανός σαν αποθάνω και θαφτώ και είναι αμαρτία
με την καρδιά μου μαύρη και με σκεπάσει χώμα μα συ κακή σκληρή καρδιά
κι’όταν αναστενάζω εγώ τότες θα πάψουν οι καημοί
γι’ αυτή να σκοτεινιάζεις απ’ τ’ άθλιό μου σώμα αφού όταν σε είδα
πάντοτε με κορόιδευες
ρίξε φαρμάκια ουρανέ απελπισμένη μου καρδιά δίχως να έχω ελπίδα
φαρμάκωσε το μνήμα γέλασε πια λιγάκι
την ώρα που γεννήθηκα πολύ το πότισες κι’ ελπίδα δεν είχα ποτέ
γιατί δεν είχα τύχη το σώμα μου φαρμάκι φως μου εγώ για σένα
το αχ! το λένε μια φορά τ’ άστρο που με παρηγορά μόνα τα μαύρα δάκρυα
μια φορά τον χρόνο ακόμα δεν εβγήκε που τρέχουν κάθε μέρα
γιατί έχω πόνο στην καρδιά κι’ αυτό για να με τυραγνεί
και δεν τον φαρμακώνω της γης τα βάθη βρήκε σου είπα πόνος φάρμακο
μου πήρες την ζωή μου
Θέλω να γειάνει ο πόνος μου, σαν δεις μάνα μου κι’ έρχονται μα συ μου έλεγες συχνά
μ’ αυτός χειροτερεύει σύννεφα μαυρισμένα σε αγαπώ πουλί μου
και λίγο -λίγο φθείρομαι είναι δικά μου βάσανα
σαν βρύση που στερεύει και τά’ χω σκορπισμένα ιδού λοιπόν που μ’ έφθειρες
οπότε πώς η τύχη μου υπομονή και φρόνηση στον άδη κατεβαίνω
θα μ’ έχει δικασμένο πρέπει κανείς για να’ χει ζήσε και χαίρε άσπλαχνη
να σέρνομαι παντοτινά για να υπομονεύεται πλην θα σε περιμένω
σα φύλο μαραμένο ό, τι και να του λάχει όταν στον άδη κατεβώ
επτά πληγές με καίουνε μόνο μια ώρα χαίρουμαι να γειάνω την πληγή μου
η μια’ ναι πιο μεγάλη την ώρα που χαράζει τότε και άνδρες μη ποθείς….
που καίει την καρδούλα μου πού’ ναι καρδιά μου ανοιχτή Τί ωφελεί και ζήσω
και δεν μπορεί να γειάνει και δεν αναστενάζει (συνεχίζεται)
ο πόνος μου είναι αφ’ ότου έκανες αρχή
αγιάτρευτος να λάβεις την καρδιά μου
στο έρημο κορμί μου στον έρωτά σου τον σκληρό
ούτε γιατροί ευρίσκονται ήρχισεν η φθορά μου
να γειάνουν την πληγή μου