Page 139 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 139
138
ὃς δὴ Φαιήκων ἀνδρῶν προγενέστερος ἦεν: και τους μιλούσε, ο γεροντότερος από τους Φαίακες όλους:
«ὦ φίλοι, οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ᾿ ἀπὸ δόξης «Ό,τι είπε η μυαλωμένη ρήγισσα δεν ήταν όξω απ᾿ όσα
345 μυθεῖται βασίλεια περίφρων: ἀλλὰ πίθεσθε. και μεις γυρεύουμε και θέλουμε᾿ γι᾿ αυτό ας συγκλίνουμε όλοι
Ἀλκινόου δ᾿ ἐκ τοῦδ᾿ ἔχεται ἔργον τε ἔπος τε.» τις πράξες όμως και τα λόγια μας τα ορίζει ο Αλκίνοος τούτος.»
τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε: Κι ο Αλκίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«τοῦτο μὲν οὕτω δὴ ἔσται ἔπος, αἴ κεν ἐγώ γε «Έτσι να ζω στους καραβόχαρους εγώ τους Φαίακες πάντα
ζωὸς Φαιήκεσσι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω: και ν᾿ αφεντεύω, της βασίλισσας ο λόγος θα τελέψει!
350 ξεῖνος δὲ τλήτω μάλα περ νόστοιο χατίζων Το 'χει καημό να φύγει ο ξένος μας στον τόπο του, μα ας κάνει
ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον, εἰς ὅ κε πᾶσαν μια μέρα υπομονή, να πρόφταινα τα δώρα να του δώσω
δωτίνην τελέσω: πομπὴ δ᾿ ἄνδρεσσι μελήσει όλα που θέλω᾿ το ταξίδι του, κι αυτό θα το γνοιαστούμε
πᾶσι, μάλιστα δ᾿ ἐμοί: τοῦ γὰρ κράτος ἔστ᾿ ἐνὶ δήμῳ.» οι άντρες εδώ, κι εγώ πιο απ᾿ όλους σας, τι εγώ τη χώρα ορίζω.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς:
355 «Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
εἴ με καὶ εἰς ἐνιαυτὸν ἀνώγοιτ᾿ αὐτόθι μίμνειν, και χρόνο ολάκερο να λέγατε να μένω εδώ και δώρα
πομπὴν δ᾿ ὀτρύνοιτε καὶ ἀγλαὰ δῶρα διδοῖτε, να μου χαρίζατε αξετίμητα, πριχού με προβοδίστε,
καὶ κε τὸ βουλοίμην, καί κεν πολὺ κέρδιον εἴη, όχι δε θα 'λεγα᾿ καλύτερα χίλιες φορές αλήθεια
πλειοτέρῃ σὺν χειρὶ φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἱκέσθαι: να στρέψω πίσω στην πατρίδα μου με πιο γεμάτα χέρια
360 τι με τιμή κι αγάπη πιότερη θα με δεχόνταν έτσι
καί κ᾿ αἰδοιότερος καὶ φίλτερος ἀνδράσιν εἴην
όλοι όσοι κάποτε θα μ᾿ έβλεπαν να φτάνω στην Ιθάκη.»
πᾶσιν, ὅσοι μ᾿ Ἰθάκηνδε ἰδοίατο νοστήσαντα.»
Κι ο Αλκίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
ὣτὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀλκίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε:
«Που σε θωρούμε, δε μας έδειξες να 'σαι, Οδυσσέα, κανένας
«ὦ Ὀδυσεῦ, τὸ μὲν οὔ τί σ᾿ ἐίσκομεν εἰσορόωντες,
ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον, οἷά τε πολλοὺς για κομπωτής για ψεύτης, σαν αυτούς που θρέφει η γης η
μαύρη—
365 βόσκει γαῖα μέλαινα πολυσπερέας ἀνθρώπους, χιλιάδες άνθρωποι, ως τα πέρατα του κόσμου σκορπισμένοι,
ψεύδεά τ᾿ ἀρτύνοντας ὅθεν κέ τις οὐδὲ ἴδοιτο: που κλώθουν ψέματα, πως τα 'βγαλαν να μην καταλαβαίνεις.
σοὶ δ᾿ ἔπι μὲν μορφὴ ἐπέων, ἔνι δὲ φρένες ἐσθλαί. Μα εσένα είναι όλο χάρη ο λόγος σου και ξάστερος ο νους σου,
μῦθον δ᾿ ὡς ὅτ᾿ ἀοιδὸς ἐπισταμένως κατέλεξας, κι όσα και συ κι οι Αργίτες έσυραν αβάσταχτα τυράννια
πάντων τ᾿ Ἀργείων σέο τ᾿ αὐτοῦ κήδεα λυγρά. με τέχνη τώρα μας τα ιστόρησες, σαν να 'σουν τραγουδάρης.
370 ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, Μον᾿ έλα τώρα, δώσε απόκριση και την αλήθεια πες μου:
εἴ τινας ἀντιθέων ἑτάρων ἴδες, οἵ τοι ἅμ᾿ αὐτῷ Απ᾿ τους ισόθεους τάχα συντρόφους, που βρέθηκαν μαζί σου
Ἴλιον εἰς ἅμ᾿ ἕποντο καὶ αὐτοῦ πότμον ἐπέσπον. στην Τροία κι εκεί τους βρήκε ο θάνατος, αντάμωσες κανέναν;
νὺξ δ᾿ ἥδε μάλα μακρή, ἀθέσφατος: οὐδέ πω ὥρη Μακριά είναι η νύχτα τούτη, -ατέλειωτη᾿ καιρός δεν είναι ακόμα
εὕδειν ἐν μεγάρῳ, σὺ δέ μοι λέγε θέσκελα ἔργα. να κοιμηθούμε᾿ κι άλλα ιστόρα μου᾿ πρωτάκουστα είναι αλήθεια!
375 καί κεν ἐς ἠῶ δῖαν ἀνασχοίμην, ὅτε μοι σὺ Ως την Αυγή τη θεία θα καθόμουν εδώ ν᾿ ακούω, μονάχα
τλαίης ἐν μεγάρῳ τὰ σὰ κήδεα μυθήσασθαι.» και συ να το 'θελες τα πάθη σου να πεις στο αρχοντικό μου.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Αλκίνοε, βασιλιά περίλαμπρε, μες στο λαό σου ο πρώτος,
«Ἀλκίνοε κρεῖον, πάντων ἀριδείκετε λαῶν, οι αθιβολές έχουν την ώρα τους, την ώρα του κι ο γύπνος.
ὥρη μὲν πολέων μύθων, ὥρη δὲ καὶ ὕπνου:
380 εἰ δ᾿ ἔτ᾿ ἀκουέμεναί γε λιλαίεαι, οὐκ ἂν ἐγώ γε Μα αν να με ακούς ακόμα ρέγεσαι, τη χάρη δε σου αρνιέμαι᾿
τούτων σοι φθονέοιμι καὶ οἰκτρότερ᾿ ἄλλ᾿ ἀγορεύειν, γιατί έχω κι άλλα και χειρότερα να σου ιστορήσω τώρα,
κήδε᾿ ἐμῶν ἑτάρων, οἳ δὴ μετόπισθεν ὄλοντο, συντρόφων συφορές, που αργότερα χάθηκαν, του πολέμου
οἳ Τρώων μὲν ὑπεξέφυγον στονόεσσαν ἀυτήν, των Τρωών μαθές τον άγριο τάραχο σαν είχαν πια ξεφύγει,
ἐν νόστῳ δ᾿ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός. κι από βουλή γυναίκας άνομης στο γυρισμό χάθηκαν.