Page 56 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 56

55




                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἀνὰ θυμὸν ἐθάμβεον: οὐ γὰρ ἔφαντο  Είπε, κι εκείνοι ακούοντας σάστισαν δεν το 'χε βάλει ο νους τους
                    ἐς Πύλον οἴχεσθαι Νηλήιον, ἀλλά που αὐτοῦ   πως στου Νηλέα την Πύλο εδιάβηκε, μον᾿ κάπου εκεί πως θα 'ταν

               640  ἀγρῶν ἢ μήλοισι παρέμμεναι ἠὲ συβώτη.   στην εξοχή, για στα κοπάδια του για στου χοιροβοσκου του.
                    τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος προσέφη Εὐπείθεος υἱός:   Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε και τέτοια του μιλούσε:
                    «νημερτές μοι ἔνισπε, πότ᾿ ᾤχετο καὶ τίνες αὐτῷ   «Πες την αλήθεια, πότε κίνησε και ποιους να παν μαζί του
                    κοῦροι ἕποντ'; Ἰθάκης ἐξαίρετοι, ἦ ἑοὶ αὐτοῦ   απ᾿ την Ιθάκη νιους εδιάλεξε; μην πήρε δούλους τάχα
                    θῆτές τε δμῶές τε; δύναιτό κε καὶ τὸ τελέσσαι.   και ρογιαστούς δικους του; Δύνουνταν κι αυτό μαθές να κάνει.

               645  καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῶ,   Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω:
                    ἤ σε βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα νῆα μέλαιναν,   Το μελανό καράβι σου άρπαξε μεβιάς, αθέλητα σου,
                    ἦε ἑκών οἱ δῶκας, ἐπεὶ προσπτύξατο μύθῳ.»   για παρακάλεσε, και σύγκλινες και συ να του το δώσεις;»
                    τὸν δ᾿ υἱὸς Φρονίοιο Νοήμων ἀντίον ηὔδα:   Κι απηλογήθηκε ο Νοήμονας, του Φρόνιου ο γιος, και του 'πε:
                    «αὐτὸς ἑκών οἱ δῶκα: τί κεν ῥέξειε καὶ ἄλλος,   «Ατός μου, θέλοντας του το 'δωκα. Τι θα 'κανε όποιος άλλος,

               650  ὁππότ᾿ ἀνὴρ τοιοῦτος ἔχων μελεδήματα θυμῷ   αν ένας τέτοιος άντρας, που 'τυχε περίσσιες έγνοιες να 'χει,
                    αἰτίζῃ; χαλεπόν κεν ἀνήνασθαι δόσιν εἴη.   του το ζητούσε; Θα 'ταν δύσκολο να του αρνηστεί τη χάρη.
                    κοῦροι δ᾿, οἳ κατὰ δῆμον ἀριστεύουσι μεθ᾿ ἡμέας,   Τον συντροφεύουν τώρα νιούτσικοι, μετά από μας οι πρώτοι
                    οἵ οἱ ἕποντ': ἐν δ᾿ ἀρχὸν ἐγὼ βαίνοντ᾿ ἐνόησα   της χώρας· κι είδα και το Μέντορα στο πλοίο μου πρώτος πρώτος
                    Μέντορα, ἠὲ θεόν, τῷ δ᾿ αὐτῷ πάντα ἐῴκει.   να μπαίνει — για κι έναν αθάνατου του 'μοιαζε περίσσια.

               655  ἀλλὰ τὸ θαυμάζω: ἴδον ἐνθάδε Μέντορα δῖον   Μα έχω σαστίσει: χτες το Μέντορα τον είδα εδώ πρι φέξει,
                    χθιζὸν ὑπηοῖον, τότε δ᾿ ἔμβη νηὶ Πύλονδε.»   την ώρα που 'πρεπε να βρίσκεται στο πλοίο μου για την Πύλο!»
                    ὣς ἄρα φωνήσας ἀπέβη πρὸς δώματα πατρός,   Ως είπε τούτα, στου πατέρα του κινάει και πάει το σπίτι
                    τοῖσιν δ᾿ ἀμφοτέροισιν ἀγάσσατο θυμὸς ἀγήνωρ.   μα εκείνοι, οι δυο βαριά χολόσκασαν και πάψαν τους μνηστήρες
                    μνηστῆρας δ᾿ ἄμυδις κάθισαν καὶ παῦσαν ἀέθλων.   απ᾿ τα παιχνίδια και τους έβαλαν όλους μαζί να κάτσουν.

               660  τοῖσιν δ᾿ Ἀντίνοος μετέφη Εὐπείθεος υἱός,   Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, μίλησε κι αναμεσό τους είπε,
                    ἀχνύμενος: μένεος δὲ μέγα φρένες ἀμφιμέλαιναι   χολή γεμάτος, και ξεχείλιζαν τα σκοτεινά του σπλάχνα
                    πίμπλαντ᾿, ὄσσε δέ οἱ πυρὶ λαμπετόωντι ἐίκτην:   από το πάθος, και τα μάτια του σαν τη φωτιά ξαστράφταν:
                    «ὢ πόποι, ἦ μέγα ἔργον ὑπερφιάλως ἐτελέσθη   «Ωχού, τρανή δουλειά ο Τηλέμαχος με τούτο το ταξίδι
                    Τηλεμάχῳ ὁδὸς ἥδε: φάμεν δέ οἱ οὐ τελέεσθαι.   σκάρωσε απόκοτα, κι ας λέγαμε πως δε θα το τελέψει!

               665  ἐκ τοσσῶνδ᾿ ἀέκητι νέος πάϊς οἴχεται αὔτως   Ένα παιδί στο πείσμα τόσων μας αρμάτωσε καράβι,
                    νῆα ἐρυσσάμενος, κρίνας τ᾿ ἀνὰ δῆμον ἀρίστους.   τους κάλλιους διάλεξε του τόπου μας και τώρα είναι φευγάτος.
                    ἄρξει καὶ προτέρω κακὸν ἔμμεναι: ἀλλά οἱ αὐτῷ   Κι αυτά είναι ακόμα αρχή· χειρότερα θα κάμει — ο Δίας μονάχα
                    Ζεὺς ὀλέσειε βίην, πρὶν ἥβης μέτρον ἱκέσθαι.   να τον αφάνιζε, το σύνορο πριχού διαβεί της νιότης.
                    ἀλλ᾿ ἄγε μοι δότε νῆα θοὴν καὶ εἴκοσ᾿ ἑταίρους,   Μα ομπρός, γοργό καράβι κι είκοσι για δώστε μου συντρόφους,

               670  ὄφρα μιν αὐτὸν ἰόντα λοχήσομαι ἠδὲ φυλάξω   καρτέρι να του στήσω, ως θα 'ρχεται, να τον παραφυλάξω
                    ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε παιπαλοέσσης,   μπρος στο στενό, που η Σάμη η απόγκρεμη με την Ιθάκη κάνει,
                    ὡς ἂν ἐπισμυγερῶς ναυτίλλεται εἵνεκα πατρός.»   -να του 'βγει σε κακό που κίνησε ζητώντας το γονιό του.»
                    «ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπῄνεον ἠδ᾿ ἐκέλευον.   Έτσι μιλούσε, κι όλοι εσύγκλιναν και του 'διναν κουράγιο,
                    αὐτίκ᾿ ἔπειτ᾿ ἀνστάντες ἔβαν δόμον εἰς Ὀδυσῆος.    μετά σηκώθηκαν και τράβηξαν για του Οδυσσέα το σπίτι.

               675  οὐδ᾿ ἄρα Πηνελόπεια πολὺν χρόνον ἦεν ἄπυστος   Πολληώρα ωστόσο δε χρειάστηκε να μάθει η Πηνελόπη᾿
                    μύθων, οὓς μνηστῆρες ἐνὶ φρεσὶ βυσσοδόμευον:   τα όσα οι μνηστήρες μηχανεύουνταν της τα μαρτύρησε όλα
                    κῆρυξ γάρ οἱ ἔειπε Μέδων, ὃς ἐπεύθετο βουλὰς   ο Μέδοντας ο κράχτης, που άκουσε το τι βουλές υφαίναν,
                    αὐλῆς ἐκτὸς ἐών: οἱ δ᾿ ἔνδοθι μῆτιν ὕφαινον.   απόξω απ᾿ την αυλή ως τριγύριζε, κι αυτοί ήταν από μέσα.
                    βῆ δ᾿ ἴμεν ἀγγελέων διὰ δώματα Πηνελοπείῃ:   Κι έτρεξε μέσα από τις κάμαρες να πάει της Πηνελόπης

               680  τὸν δὲ κατ᾿ οὐδοῦ βάντα προσηύδα Πηνελόπεια:   το μήνυμα᾿ μα αυτή του φώναξε, σα φάνη στο κατώφλι:
                    «κῆρυξ, τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες ἀγαυοί;   « Κράχτη, για μίλα μου, τι σ᾿ έστειλαν εδώ οι τρανοί μνηστήρες;
   51   52   53   54   55   56   57   58   59   60   61