Page 15 - C:\Users\MAIK\Documents\Flip PDF Corporate Edition\ΝΑΠΑΙΟΣ 137\
P. 15

«ΝΑΠΑΙΟΣ ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ»                                            15



                              Του απουδαρκό


                   Τσίνα  τα  χρόνια  στου  χουριό  τ’  άγιο  θρόνος.  Αρχή  που  βγήκεν
                μας ντη προυτουχρουνιά του προυί,  ο  Χριστός,  άγιος  και  πνευματικός,
                τ’  αγιού  Βασ’λιού,  κάθι  σπίτ’  έκανι  στη  Γη,  στη  Γη  να  περπατήσει  και
                απουδαρκό,  για  να  καλουσουρίσ’  να  μας  και  να  μας  καλοκαρδίσει.
                τουν  τσινούργιου  χρόνου,  τσι  να  Άγιος  Βασίλης  έρχεται  και  δεν  μας
                τουν  καλουπιάσ’ν.  Για  να  φέρ’  καταδέχεται από την Καισαρεία σ’ εις
                πουλλά  καλά.  Απουβραδίς  κάθι  αρχόντισσα κυρία…
                ν’κουτσύρ’ς έφιρνι απ’ του χουράφ’    Η ν’ κουτσαρά ίφιρνι του μπαξίς’
                ένα  κλαδί  λιόδεντρο  μι  λιες  μαύρις  τσι  τουν  δίσκου  στουλ’σμένου  μι
                απάνου, ένα κουμάτ’ ρουμάν’, τσι μια  φνίτσια,  κουραμπιέδις,  μπίμπλις
                πέτρα  μαλιαρή,  τσι  τάβαζι  κουντά  μπακλαβούσις  τσι  ό,τι  άλλου  καλό
                στη πόρτα τ’ σπιτιού. Η ν’ κουτσαρά  είχι,  τσι  τράτιρνι  τα  πιδιά:  «Τσι  τ’
                γέμ’ζι ένα τσινούργιου κμαρέλ’ νιρό,  χρόν’ βρε μουρά, να είστι καλά, τσι
                το  σκέπαζι  μι  ένα  άσπρου  μισάλ’  καλουπόδαρα!»
                τσιντμένου,  τσι  έκανι  κουμάντου    Σήμιρα  τί  γίνιτι  στου  χουριό
                ένα  ρόδ’  μιγάλου,  που  του  είχι  μας;  Λιγουστά  τα  σπίτια  που  είνι
                κριμασμένου στσι κυρισλιμέδις στου  ανοιχτά.  Οι  παλιοί  φύγαν…  Λίγ’  οι
                κατών’ απ’ του φθινόπουρου.        νιοί.Τα  μουρά  λιγουστά.  Όσα  είνι
                   Σα  τέλειουνι  η  γ’  ακκλησιά  τη  προυσπαθούν να μη χαθεί τ’ αντέτ’…
                προυτουχρουνιά,  ξαμουλιόνταν  τα  Τσι τ’ χρόν’ καλή χρουνιά!
                μουρά  μέσ’  του  χουριό,  παρέγις-
                παρέγις,  για  να  πουν  τα  κάλαντα.         Ελευθέριος Καπετανάς
                Χυπούσαν  τα  μάνταλα  απ’  τσ’
                πόρτις  τσι  μπαίναν  στην  αυλή.
                Όποιου  μουρό  ίμπινι  πρώτο  έκανι
                τ’ απουδαρκό. Έπιανι του ρόδ’ στου
                χέρ’ τσι ίλιγι :
                   Καλημέρα  τσι  τ’  αγιού  Βασ’λιού,
                στάρια  πουλλά    ,κ’θάρια  πουλλά,
                λάδια πουλλά, τσι απούλλα τα καλά.
                Σα  που’  νι  του  ρόδ’  γιμάτο  νάνι  τσι
                του σπίτ’ γιμάτου, σα πού’νι η πέτρα
                γιρή,  να’  νι  τσι  γ’  αθρώπ’  γιροί,  σα
                που  βαρεί  η  πέτρα,  να  βαρεί  τς΄η
                σακκούλα τ’ ν’ κουτσύρ’, σα που τρέχ’
                του νιρό, να τρέχ’ν’ τσι τα καλά μέσ’
                του σπίτ’!
                   ΄Υστιρα  σαβούρντα  του  ρόδ’
                πάνου στ’ πέτρα για να σπάσ’ τσι να
                σκουρπίσ’ν’ τα σπόρια, για να έρτν’ν’
                τα καλά στου σπίτ’. Έριχνι τσι λίγου
                νιρό απ’ του κ’μάρ’, για να τρέξ’ν’ τα
                αγαθά… Η παρέγια ήλιγι τα κάλαντα:
                   Αρχή μηνιά κι αρχή χρουνιά, ψιλή
                μου δενδρολιβανιά, αρχή, αρχή καλός
                μας  χρόνος,  εκκλησιά,  εκκλησιά  με
   10   11   12   13   14   15   16