Page 7 - Drakofilitsa_Maria Chatzi
P. 7
φωτιάς. Εκείνη κατά το μεσημέρι έστειλε μια
μικρή σπίθα στο δάσος. Με τη συνεργασία της
σπίθας και του Βοριά το δάσος το τύλιξαν
αγριεμένες φλόγες. Κατάπιναν τα δέντρα και
κυνηγούσαν τα ζώα να τα παγιδέψουν. Παντού
ακούγονταν τσιρίδες, ουρλιαχτά και κλάματα.
Όταν είδε ο Βοριάς το μεγάλο κακό που
προκάλεσε, μετάνιωσε για την αμυαλοσύνη και
την τρέλα του. Μέσα σ’ αυτόν τον πανικό
κατάφερε ν’ αρπάξει ένα μικρό σποράκι
αγριοτριανταφυλλιάς, που οι συγγενείς της είχαν
καεί όλοι στη φωτιά, για να το σώσει. Το κράτησε
απαλά στην αέρινη αγκαλιά του. Το σποράκι
κοιμόταν, ούτε καν είχε καταλάβει τι γινόταν
γύρω του. Μ’ όλη του τη φόρα ο Βοριάς έτρεξε στα
σύννεφα κουβαλώντας μαζί του το σποράκι και τα
παρακάλεσε να βρέξουν πολύ, για να σβήσει η
φωτιά. Τα σύννεφα του έκαναν τη χάρη. Ύστερα
πήγε και βρήκε τη νεράιδα του δάσους να τον
συμβουλέψει.
«Είναι πολύ μικρό, για να μπορέσει να ζήσει
μόνο του» είπε η νεράιδα. «Του χρειάζεται μια νέα
οικογένεια. Τρέξε γρήγορα στην πλαγιά του
βουνού να βρεις την κυρία Κουμαριά! Θα το
αναλάβει εκείνη».
Ξαναπήρε λοιπόν φόρα ο Βοριάς κι έφτασε
λαχανιασμένος στην πλαγιά, εκεί όπου του είχε πει
η νεράιδα του δάσους. Έχωσε προσεχτικά το
σποράκι της αγριοτριανταφυλλιάς στο χώμα, πλάι
στον κορμό της κυρίας Κουμαριάς.