Page 286 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 286
285
κῆρ ἀτέραμνον ἔθηκαν Ὀλύμπια δώματ᾿ ἔχοντες: οι αθάνατοι του Ολύμπου αμάλαγη καρδιά στα στήθη έβαλαν!
οὐ μέν κ᾿ ἄλλη γ᾿ ὧδε γυνὴ τετληότι θυμῷ Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέται
ἀνδρὸς ἀφεσταίη, ὅς οἱ κακὰ πολλὰ μογήσας μακριά απ᾿ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,
170 ἔλθοι ἐεικοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν. στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι, μαῖα, στόρεσον λέχος, ὄφρα καὶ αὐτὸς Μον᾿ έλα, καλομάνα, στρώσε μου την κλίνη, να πλαγιάσω
λέξομαι: ἦ γὰρ τῇ γε σιδήρεον ἐν φρεσὶ ἦτορ.» μονάχος καν, τι τούτη σιδερή καρδιά στα στήθη κρύβει.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«δαιμόνι᾿, οὔτ᾿ ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ᾿ ἀθερίζω «Καημένε, δε μεγαλοπιάνουμαι κι ουδέ αψηφώ κανένα
175 οὔτε λίην ἄγαμαι, μάλα δ᾿ εὖ οἶδ᾿ οἷος ἔησθα κι ουδέ ξαφνίζουμαι᾿ τη θύμηση κρατώ πως ήσουν τότε,
ἐξ Ἰθάκης ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο. σαν έφευγες με το μακρόκουπο καράβι απ᾿ την Ιθάκη.
ἀλλ᾿ ἄγε οἱ στόρεσον πυκινὸν λέχος, Εὐρύκλεια, Μον᾿ έλα, Ευρύκλεια, το κλινάρι του γοργά να στρώσεις όξω
ἐκτὸς ἐϋσταθέος θαλάμου, τόν ῥ᾿ αὐτὸς ἐποίει: απ᾿ την καλόχτιστή μας κάμαρα, που 'χε μονάχος χτίσει'
ἔνθα οἱ ἐκθεῖσαι πυκινὸν λέχος ἐμβάλετ᾿ εὐνήν, όξω τη στέρια κλίνη σύρτε του, και βάλτε και στρωσίδια,
180 κώεα καὶ χλαίνας καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα.» φλοκάτες και προβιές και λιόφωτα να σκεπαστεί σεντόνια.»
ὣς ἄρ᾿ ἔφη πόσιος πειρωμένη: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς Αυτά είπε εκείνη δοκιμάζοντας τον άντρα της, μα τούτος
ὀχθήσας ἄλοχον προσεφώνεε κεδνὰ ἰδυῖαν: συχύστη κι είπε στη γυναίκα του τη γνωστικιά αναμμένος:
«ὦ γύναι, ἦ μάλα τοῦτο ἔπος θυμαλγὲς ἔειπες: «Γυναίκα, αλήθεια, αυτός ο λόγος σου μες στην καρδιά με αγγίζει!
τίς δέ μοι ἄλλοσε θῆκε λέχος; χαλεπὸν δέ κεν εἴη Ποιος το κλινάρι μετασάλεψε; Καλός τεχνίτης να 'ταν,
185 καὶ μάλ᾿ ἐπισταμένῳ, ὅτε μὴ θεὸς αὐτὸς ἐπελθὼν και πάλε θα του 'ρχόταν δύσκολο! Μόνο θεός μπορούσε,
ῥηϊδίως ἐθέλων θείη ἄλλῃ ἐνὶ χώρῃ. αν ήθελε, να 'ρθεί κι ανέκοπα να το μετασαλέψει.
ἀνδρῶν δ᾿ οὔ κέν τις ζωὸς βροτός, οὐδὲ μάλ᾿ Μα απ᾿ τους θνητούς που ζουν δε γίνεται τη θέση να του αλλάξει
ἡβῶν, κανείς, κι ας είναι απά στα νιάτα του᾿ το τορνευτό κλινάρι
ῥεῖα μετοχλίσσειεν, ἐπεὶ μέγα σῆμα τέτυκται τρανό σημάδι κρύβει᾿ τα 'φτιαξαν τα χέρια τα δικά μου.
ἐν λέχει ἀσκητῷ: τὸ δ᾿ ἐγὼ κάμον οὐδέ τις ἄλλος.
190 θάμνος ἔφυ τανύφυλλος ἐλαίης ἕρκεος ἐντός, Φύτρωνε δέντρο, ελιά στενόφυλλη, μες στον αυλόγυρο μας,
ἀκμηνὸς θαλέθων: πάχετος δ᾿ ἦν ἠύ̈τε κίων. ξεπεταμένο κι ολοφούντωτο, χοντρό σα μια κολόνα.
τῷ δ᾿ ἐγὼ ἀμφιβαλὼν θάλαμον δέμον, ὄφρ᾿ Και πήρα κι έχτισα τρογύρα του την κάμαρα με πέτρες
ἐτέλεσσα, πυκνές ως πάνω, και τη σκέπασα καλά καλά με στέγη'
πυκνῇσιν λιθάδεσσι, καὶ εὖ καθύπερθεν ἔρεψα, κι αφού της πέρασα πορτόφυλλα καλαρμοσμένα, στεριά,
κολλητὰς δ᾿ ἐπέθηκα θύρας, πυκινῶς ἀραρυίας.
195 καὶ τότ᾿ ἔπειτ᾿ ἀπέκοψα κόμην τανυφύλλου ἐλαίης, έκοψα απάνω της στενόφυλλης ελιάς κλαδιά και φούντα,
κορμὸν δ᾿ ἐκ ῥίζης προταμὼν ἀμφέξεσα χαλκῷ και τον κορμό απ᾿ τη ρίζα κλάδεψα, προσεχτικά, πιδέξια
εὖ καὶ ἐπισταμένως, καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνα, με το σκεπάρνι πελεκώντας τον, με στάφνη ισιώνοντας τον,
ἑρμῖν᾿ ἀσκήσας, τέτρηνα δὲ πάντα τερέτρῳ. κλινόποδο να γένει, κι άνοιξα με το τρυπάνι τρύπες.
ἐκ δὲ τοῦ ἀρχόμενος λέχος ἔξεον, ὄφρ᾿ ἐτέλεσσα, Κει πάνω το κλινάρι εστήριξα, καλά πλανίζοντας το,
200 δαιδάλλων χρυσῷ τε καὶ ἀργύρῳ ἠδ᾿ ἐλέφαντι: και με το μάλαμα το πλούμισα, το φίλντισι, το ασήμι!
ἐκ δ᾿ ἐτάνυσσα ἱμάντα βοὸς φοίνικι φαεινόν. τέλος λουριά από βόδι ετάνυσα, που απ᾿ την πορφύρα άστραφταν.
οὕτω τοι τόδε σῆμα πιφαύσκομαι: οὐδέ τι οἶδα, Το μυστικό σου το φανέρωσα σημάδι, μα δεν ξέρω
ἤ μοι ἔτ᾿ ἔμπεδόν ἐστι, γύναι, λέχος, ἦέ τις ἤδη αν το κλινάρι ακόμα στέκεται, γυναίκα, για κανένας
ἀνδρῶν ἄλλοσε θῆκε, ταμὼν ὕπο πυθμέν᾿ ἐλαίης.» το λιόδεντρο απ᾿ τη ρίζα του 'κοψε και του άλλαξε τη θέση.»
205 ὣς φάτο, τῆς δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον Αυτά είπε, κι εκείνης τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά της,
ἦτορ, τ᾿ αλάθευτα σημάδια ως γνώρισε στα λόγια του Οδυσσέα'
σήματ᾿ ἀναγνούσῃ τά οἱ ἔμπεδα πέφραδ᾿ και χύθη ομπρός θρηνώντας, έριξε τα δυο της χέρια γύρω
Ὀδυσσεύς: στυυ αντρός της το λαιμό, του φίλησε την κεφαλή και του 'πε:
δακρύσασα δ᾿ ἔπειτ᾿ ἰθὺς δράμεν, ἀμφὶ δὲ χεῖρας «Μη μου κακιώνεις! Σέ όλα το 'δειξες το πιο ξύπνο πως έχεις