Page 289 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 289
288
ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα: μπήκε μπροστά, δαδί στα χέρια της κρατώντας, να τους φέγγει'
295 ἐς θάλαμον δ᾿ ἀγαγοῦσα πάλιν κίεν. οἱ μὲν ἔπειτα κι ως τους συνέμπασε, τραβήχτηκε. Κι εκείνοι με λαχτάρα
ἀσπάσιοι λέκτροιο παλαιοῦ θεσμὸν ἵκοντο: στην παλιά θέση το κλινάρι τους να τους πρόσμενε βρήκαν.
αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτης Και πάψαν οι άντρες, ο Τηλέμαχος κι ο θείος χοιροβοσκός τους
παῦσαν ἄρ᾿ ὀρχηθμοῖο πόδας, παῦσαν δὲ κι ο βοϊδολάτης, τα ποδάρια τους να κρουν, και τις γυναίκες
γυναῖκας, σταμάτησαν, κι ατοί τους πλάγιασαν μες στο ισκιερό παλάτι..
αὐτοὶ δ᾿ εὐνάζοντο κατὰ μέγαρα σκιόεντα.
300 τὼ δ᾿ ἐπεὶ οὖν φιλότητος ἐταρπήτην ἐρατεινῆς, Κι εκείνοι οι δυό, σαν πια αποχόρτασαν γλυκό φιλί κι αγκάλη,
τερπέσθην μύθοισι, πρὸς ἀλλήλους ἐνέποντε, κινούσαν την κουβέντα ολόχαροι, κι ο ένας του άλλου ιστορούσαν,
ἡ μὲν ὅσ᾿ ἐν μεγάροισιν ἀνέσχετο δῖα γυναικῶν, αυτή όσα τράβηξε στο σπίτι τους, των γυναικών το θάμα,
ἀνδρῶν μνηστήρων ἐσορῶσ᾿ ἀί̈δηλον ὅμιλον, κάθε στιγμή τους πολυμίσητους μνηστήρες ν᾿ αντικρίζει,
οἳ ἕθεν εἵνεκα πολλά, βόας καὶ ἴφια μῆλα, που απ᾿ αφορμή της πλήθος έσφαζαν αρνιά παχιά και βόδια,
305 ἔσφαζον, πολλὸς δὲ πίθων ἠφύσσετο οἶνος: κι ακόμα βγάζαν αλογάριαστο κρασί από τα πιθάρια᾿
αὐτὰρ ὁ διογενὴς Ὀδυσεὺς ὅσα κήδε᾿ ἔθηκεν κι από την άλλη ο αρχοντογέννητος της έλεγε Oδυσσέας
ἀνθρώποις ὅσα τ᾿ αὐτὸς ὀϊζύσας ἐμόγησε, τα πάντα — πόσες πίκρες έδωκε στους άλλους, πόσα ατός του
πάντ᾿ ἔλεγ': ἡ δ᾿ ἄρ᾿ ἐτέρπετ᾿ ἀκούουσ᾿, οὐδέ οἱ έσυρε βάσανα᾿ κι αγάλλουνταν εκείνη ακούγοντας τον,
ὕπνος κι ο ύπνος δε σφράγιζε τα μάτια της, πριν της τα πει ως την άκρη.
πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροισι πάρος καταλέξαι ἅπαντα.
310 ἦἙἤρξατο δ᾿ ὡς πρῶτον Κίκονας δάμασ᾿, αὐτὰρ Κι άρχισε πρώτα από τους Κίκονες, το κάστρο πως τους πήρε,
ἔπειτα μετά πως ήρθε στην παχιόβωλη των Λωτοφάγων χώρα,
ἦλθ᾿ ἐς Λωτοφάγων ἀνδρῶν πίειραν ἄρουραν: και πόσα ο Κύκλωπας τους έκαμε, και πως το γαίμα πήρε
ἠδ᾿ ὅσα Κύκλωψ ἔρξε, καὶ ὡς ἀπετίσατο ποινὴν των αντρειανών συντρόφων, που άσπλαχνα του 'φαγε εκείνος,
ἰφθίμων ἑτάρων, οὓς ἤσθιεν οὐδ᾿ ἐλέαιρεν: πίσω'
ἠδ᾿ ὡς Αἴολον ἵκεθ᾿, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο και πως μπροστά στον Αίολο βρέθηκε, που τον καλοπροσδέχτη
315 και τον προβόδησε, μα η μοίρα του δεν του 'γραφε να φτάσει
καὶ πέμπ᾿, οὐδέ πω αἶσα φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἱκέσθαι στη γη του ακόμα, μόνο ο δρόλαπας τον ξέσυρε και πάλι
ἤην, ἀλλά μιν αὖτις ἀναρπάξασα θύελλα στο ψαροθρόφο απάνω πέλαγο, στα βογγητά του μέσα'
πόντον ἐπ᾿ ἰχθυόεντα φέρεν βαρέα στενάχοντα: στη Λαιστρυγόνια την πλατύπορτη μετά πως είχε αράξει,
ἠδ᾿ ὡς Τηλέπυλον Λαιστρυγονίην ἀφίκανεν, κι αυτοί τα πλοία και τους συντρόφους του τους αντρειανούς
οἳ νῆάς τ᾿ ὄλεσαν καὶ ἐϋκνήμιδας ἑταίρους
χάλασαν
320 πάντας: Ὀδυσσεὺς δ᾿ οἶος ὑπέκφυγε νηὶ̈ μελαίνῃ: όλους, και μόνο εκείνος ξέφυγε στο μελανό καράβι᾿
καὶ Κίρκης κατέλεξε δόλον πολυμηχανίην τε, τις πονηριές ακόμα ιστόρησε και τις περίσσιες τέχνες
ἠδ᾿ ὡς εἰς Ἀί̈δεω δόμον ἤλυθεν εὐρώεντα, της Κίρκης, και το πως κατέβηκε στον άραχλο τον Άδη
ψυχῇ χρησόμενος Θηβαίου Τειρεσίαο, με το πολύσκαρμο καράβι του, χρησμό απ᾿ του Τειρεσία
νηὶ̈ πολυκλήϊδι, καὶ εἴσιδε πάντας ἑταίρους να πάρει την ψυχή, κι αντάμωσε τη μάνα, που τον είχε
325 μητέρα θ᾿, ἥ μιν ἔτικτε καὶ ἔτρεφε τυτθὸν ἐόντα: μικραναστήσει, αφού τον γέννησε, και τους συντρόφους του όλους᾿
ἠδ᾿ ὡς Σειρήνων ἁδινάων φθόγγον ἄκουσεν, πως άκουσε των αηδονόλαλων Σειρήνων το τραγούδι'
ὥς θ᾿ ἵκετο Πλαγκτὰς πέτρας δεινήν τε Χάρυβδιν πως έφτασε στους Ταξιδόβραχους, στη Χάρυβδη την άγρια,
Σκύλλην θ᾿, ἣν οὔ πώ ποτ᾿ ἀκήριοι ἄνδρες ἄλυξαν: και πως στη Σκύλλα, οπούθε αζημίωτος δεν ξέφυγε κανένας'
ἠδ᾿ ὡς Ἠελίοιο βόας κατέπεφνον ἑταῖροι: και πως οι σύντροφοι του σκότωσαν του Γήλιου τις γελάδες,
330 ἠδ᾿ ὡς νῆα θοὴν ἔβαλε ψολόεντι κεραυνῷ και πως στο γρήγορο καράβι τους ο Δίας ο αψηλοβρόντης
Ζεὺς ὑψιβρεμέτης, ἀπὸ δ᾿ ἔφθιθεν ἐσθλοὶ ἑταῖροι σφεντόνισε αχνιστό αστροπέλεκο, κι όλοι οι άντρειανοι σύντροφοι
πάντες ὁμῶς, αὐτὸς δὲ κακὰς ὑπὸ κῆρας ἄλυξεν: χάθηκαν, και του Χάρου εγλίτωσε του ανήλεου μόνο εκείνος'
ὥς θ᾿ ἵκετ᾿ Ὠγυγίην νῆσον νύμφην τε Καλυψώ, στην Ωγυγία πως βρέθη, στης ξωθιάς της Καλυψώς το σπίτι,
ἣ δή μιν κατέρυκε, λιλαιομένη πόσιν εἶναι, που ταίρι να τον έχει θέλοντας κοντά της τον κρατούσε