Page 11 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 11
10
ἤγαγον εἰς Ἰθάκην; τίνες ἔμμεναι εὐχετόωντο; και ποιο είναι το καράβι που 'φτασες; οι ναύτες στην Ιθάκη
οὐ μὲν γὰρ τί σε πεζὸν ὀίομαι ἐνθάδ᾿ ἱκέσθαι. πως σ᾿ έφεραν μαθές; ποιοί πέτουνται πως είναι τάχα, πες μου'
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ εἰδῶ, στα μέρη ετούτα δε φαντάζουμαι πεζός φτασμένος να 'σαι!
Κι ακόμα αυτό σωστά μολόγα μου, καλά να καταλάβω:
175 ἠὲ νέον μεθέπεις ἦ καὶ πατρώιός ἐσσι Τάχα πρωτόρχεσαι στον τόπο μας, για είσαι παλιάθε φίλος
ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοὶ ἴσαν ἀνέρες ἡμέτερον δῶ του κύρη μου; πολλοί μας έρχουνταν μαθές στο σπίτι ξένοι
ἄλλοι, ἐπεὶ καὶ κεῖνος ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων.» χρόνια παλιά, γιατί τριγύριζε πολύν κι εκείνος κόσμο.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε θεά, γλαυκῶπις Ἀθήνη: Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι ταῦτα μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω. «Για τούτα τώρα που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια"
180 Μέντης Ἀγχιάλοιο δαί̈φρονος εὔχομαι εἶναι πως είμαι γιος του Αγχίαλου πέτομαι του καστροπολεμάρχου᾿
υἱός, ἀτὰρ Ταφίοισι φιληρέτμοισιν ἀνάσσω. Μέντη με λεν, κι οι καραβόχαροι Ταφιώτες μ᾿ έχουν ρήγα.
νῦν δ᾿ ὧδε ξὺν νηὶ κατήλυθον ἠδ᾿ ἑτάροισιν Εδώ έχω φτάσει με τους συντρόφους στο πλοίο μου΄ ταξιδεύω
πλέων ἐπὶ οἴνοπα πόντον ἐπ᾿ ἀλλοθρόους για τόπο αλλόγλωσσο, την Τέμεσα, στο πέλαο το κρασάτο,
ἀνθρώπους, στραφταλιστό να δώσω σίδερο, χαλκό να πάρω πίσω.
ἐς Τεμέσην μετὰ χαλκόν, ἄγω δ᾿ αἴθωνα σίδηρον.
185 νηῦς δέ μοι ἥδ᾿ ἕστηκεν ἐπ᾿ ἀγροῦ νόσφι πόληος, Μακριά απ᾿ το κάστρο το καράβι μου στα ξώμερα προσμένει,
ἐν λιμένι Ῥείθρῳ ὑπὸ Νηίῳ ὑλήεντι. κάτω απ᾿ το Νήιο το πολύδεντρο, στο Ρείθρο το λιμάνι.
ξεῖνοι δ᾿ ἀλλήλων πατρώιοι εὐχόμεθ᾿ εἶναι Και φίλοι γονικοί λογιόμαστε πως είμαστε από χρόνια
ἐξ ἀρχῆς, εἴ πέρ τε γέροντ᾿ εἴρηαι ἐπελθὼν παλιά᾿ για τράβα, αν θες, στο γέροντα, τον αντρειανό Λαέρτη,
Λαέρτην ἥρωα, τὸν οὐκέτι φασὶ πόλινδε και ρώτα τον ακούω, δεν έρχεται στην πολιτεία πια τώρα,
190 ἔρχεσθ᾿, ἀλλ᾿ ἀπάνευθεν ἐπ᾿ ἀγροῦ πήματα πάσχειν μον᾿ έξω στα χωράφια κάθεται μακριά και τυραννιέται,
γρηὶ σὺν ἀμφιπόλῳ, ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε και μια γερόντισσα τον γνοιάζεται μπροστά του κουβαλώντας
παρτιθεῖ, εὖτ᾿ ἄν μιν κάματος κατὰ γυῖα λάβῃσιν φαγί, κρασί, σαν πια στο χτήμα του, στων αμπελιών τους όχτους,
ἑρπύζοντ᾿ ἀνὰ γουνὸν ἀλωῆς οἰνοπέδοιο. σουρθεί ολημέρα κι απ᾿ τον κάματο του 'χουν λυθεί τα γόνα.
νῦν δ᾿ ἦλθον: δὴ γάρ μιν ἔφαντ᾿ ἐπιδήμιον εἶναι, Με βλέπεις τώρα εδώ, τι ακούστηκε πως είχε πια διαγείρει
195 σὸν πατέρ': ἀλλά νυ τόν γε θεοὶ βλάπτουσι κελεύθου. ο κύρης σου᾿ θεοί όμως σίγουρα θα του αμπόδαν το δρόμο.
οὐ γάρ πω τέθνηκεν ἐπὶ χθονὶ δῖος Ὀδυσσεύς, Όχι, ο Οδυσσέας ο αρχοντογέννητος δεν πέθανεν ακόμα!
ἀλλ᾿ ἔτι που ζωὸς κατερύκεται εὐρέι πόντῳ Κάπου θα ζει σε θαλασσόζωστο νησί, περιορισμένος
νήσῳ ἐν ἀμφιρύτῃ, χαλεποὶ δέ μιν ἄνδρες ἔχουσιν απ᾿ το πλατύ το πέλαο, κι άπονοι τον δυναστεύουν άντρες,
ἄγριοι, οἵ που κεῖνον ἐρυκανόωσ᾿ ἀέκοντα. άγριοι, που αμπόδια στο ταξίδι του θα βάζουν άθελα του.
200 αὐτὰρ νῦν τοι ἐγὼ μαντεύσομαι, ὡς ἐνὶ θυμῷ Μαντεία θα κάνω τώρα κι άκου με, τι οι αθάνατοι μου δίνουν
ἀθάνατοι βάλλουσι καὶ ὡς τελέεσθαι ὀίω, την ώρα αύτη στα φρένα φώτιση, κι αυτό θαρρώ θα γένει,
οὔτε τι μάντις ἐὼν οὔτ᾿ οἰωνῶν σάφα εἰδώς. κι ας μην κατέχω εγώ μαντέματα, κι απ᾿ όρνια ας μη γνωρίζω:
οὔ τοι ἔτι δηρόν γε φίλης ἀπὸ πατρίδος αἴης Καιρό πολύ από την πατρίδα του πια δε θα λείψει εκείνος'
ἔσσεται, οὐδ᾿ εἴ πέρ τε σιδήρεα δέσματ᾿ ἔχῃσιν: ακόμα σιδερένιες άλυσες κι αν τον κρατούν δεμένο,
205 φράσσεται ὥς κε νέηται, ἐπεὶ πολυμήχανός ἐστιν. θα βρει τον τρόπο λέω, πολύτεχνος ως είναι, να γυρίσει.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, Μον᾿ έλα τώρα, δώσ᾿ μου απόκριση και την αλήθεια πες μου:
εἰ δὴ ἐξ αὐτοῖο τόσος πάϊς εἰς Ὀδυσῆος. Γιο του ο Οδυσσέας να σ᾿ έχει γίνεται, τόσο τρανός που δείχνεις;
αἰνῶς μὲν κεφαλήν τε καὶ ὄμματα καλὰ ἔοικας Τα όμορφα μάτια, το κεφάλι σου σα βλέπω, μου θυμίζεις
κείνῳ, ἐπεὶ θαμὰ τοῖον ἐμισγόμεθ᾿ ἀλλήλοισιν, εκείνον, τι συναπαντιούμαστε πολλές φορές οι δυο μας,
210 πρίν γε τὸν ἐς Τροίην ἀναβήμεναι, ἔνθα περ ἄλλοι πριν για την Τροία κινήσει᾿ κι έφευγαν μαζί κι Αργίτες άλλοι
Ἀργείων οἱ ἄριστοι ἔβαν κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν: στα βαθουλά καράβια, οι κάλλιοι μας. Από τα χρόνια εκείνα
ἐκ τοῦ δ᾿ οὔτ᾿ Ὀδυσῆα ἐγὼν ἴδον οὔτ᾿ ἔμ᾿ ἐκεῖνος.» τον Οδυσσέα πια δεν αντίκρισα, μηδέ κι εμένα εκείνος.»
τὴν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο γνωστικός γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«τοιγὰρ ἐγώ τοι, ξεῖνε, μάλ᾿ ἀτρεκέως ἀγορεύσω. «Την πάσα αλήθεια εγώ μιλώντας σου θα μολογήσω, ξένε'