Page 13 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 13
12
ἐξ Ἐφύρης ἀνιόντα παρ᾿ Ἴλου Μερμερίδαο-- απ᾿ την Εφύρη, από του Μέρμερου το γιο τον Ίλο πίσω!
260 ᾤχετο γὰρ καὶ κεῖσε θοῆς ἐπὶ νηὸς Ὀδυσσεὺς τι πήγε κι ως εκεί με γρήγορο πλεούμενο ο Οδυσσέας,
φάρμακον ἀνδροφόνον διζήμενος, ὄφρα οἱ εἴη φαρμακερά ζητώντας βότανα, για να 'χει και ν᾿ αλείφει
ἰοὺς χρίεσθαι χαλκήρεας: ἀλλ᾿ ὁ μὲν οὔ οἱ τις χαλκομύτικες σαγίτες του᾿ μα εκείνος του το αρνήστη,
δῶκεν, ἐπεί ῥα θεοὺς νεμεσίζετο αἰὲν ἐόντας, τι είχε το φόβο πως οι αθάνατοι θεοί θα του θυμώναν
ἀλλὰ πατήρ οἱ δῶκεν ἐμός: φιλέεσκε γὰρ αἰνῶς-- όμως ο κύρης μου του τα 'δωκεν από περίσσια αγάπη.
265 τοῖος ἐὼν μνηστῆρσιν ὁμιλήσειεν Ὀδυσσεύς: Τέτοιος και τώρα εδώ να γύριζε να σμίξει τους μνηστήρες,
πάντες κ᾿ ὠκύμοροί τε γενοίατο πικρόγαμοί τε. πικρός ο γάμος θα τους έβγαινε, γοργός ο θάνατος τους!
ἀλλ᾿ ἦ τοι μὲν ταῦτα θεῶν ἐν γούνασι κεῖται, Όμως στα χέρια των αθάνατων είναι όλα κρεμασμένα'
ἤ κεν νοστήσας ἀποτίσεται, ἦε καὶ οὐκί, μπορεί να 'ρθεί ξανά στο σπίτι του και γδικιωμό να πάρει,
οἷσιν ἐνὶ μεγάροισι: σὲ δὲ φράζεσθαι ἄνωγα, μπορεί να μην έρθει. Θα σου 'λεγα και συ να το λογιάσεις,
270 πως θα μπορέσεις απ᾿ το σπίτι σου να διώξεις τους μνηστήρες.
ὅππως κε μνηστῆρας ἀπώσεαι ἐκ μεγάροιο. Βάλε λοιπόν αφτί στα λόγια μου και καλοπρόσεξέ τα:
εἰ δ᾿ ἄγε νῦν ξυνίει καὶ ἐμῶν ἐμπάζεο μύθων: Τους αντρειανούς Αργίτες κάλεσε ταχιά σε συναγώγι,
αὔριον εἰς ἀγορὴν καλέσας ἥρωας Ἀχαιοὺς και σε όλους πες τι θέλεις, βάζοντας και τους θεούς μαρτύρους'
μῦθον πέφραδε πᾶσι, θεοὶ δ᾿ ἐπὶ μάρτυροι ἔστων. και πρώτα απ᾿ τους μνηστήρες γύρεψε στα σπίτια τους να
μνηστῆρας μὲν ἐπὶ σφέτερα σκίδνασθαι ἄνωχθι,
φύγουν.
275 μητέρα δ᾿, εἴ οἱ θυμὸς ἐφορμᾶται γαμέεσθαι, Η μάνα σου απ᾿ την άλλη, αν έστρεξε το γάμο πια η καρδιά της,
ἂψ ἴτω ἐς μέγαρον πατρὸς μέγα δυναμένοιο: πίσω ας διαγείρει στου πατέρα της, που 'χει περίσσια πλούτη'
οἱ δὲ γάμον τεύξουσι καὶ ἀρτυνέουσιν ἔεδνα κι εκείνοι θα γνοιαστούν το γάμο της, θα φτιάξουν τα προικιά της
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε φίλης ἐπὶ παιδὸς ἕπεσθαι. αρίφνητα, στη θυγατέρα τους την ακριβή ως ταιριάζει.
σοὶ δ᾿ αὐτῷ πυκινῶς ὑποθήσομαι, αἴ κε πίθηαι: Όσο για σε τον ίδιον, άκουσε τη γνωστικιά μου ορμήνια
280 νῆ᾿ ἄρσας ἐρέτῃσιν ἐείκοσιν, ἥ τις ἀρίστη, Το πιο γερό καράβι κι είκοσι να πάρεις κουπολάτες,
ἔρχεο πευσόμενος πατρὸς δὴν οἰχομένοιο, να πας να μάθεις για τον κύρη σου, που τόσα χρόνια λείπει'
ἤν τίς τοι εἴπῃσι βροτῶν, ἢ ὄσσαν ἀκούσῃς μήπως σου πει κανένας άνθρωπος για ακούσεις απ᾿ το Δία
ἐκ Διός, ἥ τε μάλιστα φέρει κλέος ἀνθρώποισι. λόγο τυχόν, που απλώνει το άκουσμα πιο γρήγορα στον κόσμο.
πρῶτα μὲν ἐς Πύλον ἐλθὲ καὶ εἴρεο Νέστορα δῖον, Ρώτα, στην Πύλο ως πας, το Νέστορα τον αντρειωμένο πρώτα
285 κεῖθεν δὲ Σπάρτηνδε παρὰ ξανθὸν Μενέλαον: και τον ξανθό Μενέλαο φτάνοντας στη Σπάρτη, τι ήρθε απ᾿ όλους
ὃς γὰρ δεύτατος ἦλθεν Ἀχαιῶν χαλκοχιτώνων. τους Αχαιούς τους χαλκοθώρακους στερνές ετούτος πίσω.
εἰ μέν κεν πατρὸς βίοτον καὶ νόστον ἀκούσῃς, Αν τώρα μάθεις για τον κύρη σου πως ζει και θα διαγείρει,
ἦ τ᾿ ἂν τρυχόμενός περ ἔτι τλαίης ἐνιαυτόν: υπομονέψου, κι ας παιδεύεσαι, κανένα χρόνο ακόμα.
εἰ δέ κε τεθνηῶτος ἀκούσῃς μηδ᾿ ἔτ᾿ ἐόντος, Αν όμως μάθεις πως απόθανε και πια το φως δε βλέπει,
290 νοστήσας δὴ ἔπειτα φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν τότε στα χώματα διαγέρνοντας της γης της πατρικής σου
σῆμά τέ οἱ χεῦαι καὶ ἐπὶ κτέρεα κτερεί̈ξαι μνημούρι να του ασκώσεις και πολλές θυσίες, καθώς ταιριάζει,
πολλὰ μάλ᾿, ὅσσα ἔοικε, καὶ ἀνέρι μητέρα δοῦναι. να του προσφέρεις, και τη μάνα σου να δώσεις σε άλλον άντρα.
αὐτὰρ ἐπὴν δὴ ταῦτα τελευτήσῃς τε καὶ ἔρξῃς, Και πια σαν κάνεις τούτα που όρισα και τα τελέψεις όλα,
φράζεσθαι δὴ ἔπειτα κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμὸν στο νου και στην καρδιά σου βάλε το και καλολόγιασέ το
295 ὅππως κε μνηστῆρας ἐνὶ μεγάροισι τεοῖσι πως θα σκοτώσεις στο παλάτι σου τους αντρειανούς μνηστήρες,
κτείνῃς ἠὲ δόλῳ ἢ ἀμφαδόν: οὐδέ τί σε χρὴ για φανερά για ξεπλανώντας τους με δόλο᾿ δεν ταιριάζει
νηπιάας ὀχέειν, ἐπεὶ οὐκέτι τηλίκος ἐσσι. να μωρουδίζεις, τι τα χρόνια σου δεν είναι δα και λίγα!
ἢ οὐκ ἀίεις οἷον κλέος ἔλλαβε δῖος Ὀρέστης Μη δεν ακούς τη δόξα που 'λαβεν ο αρχοντικός Ορέστης;
πάντας ἐπ᾿ ἀνθρώπους, ἐπεὶ ἔκτανε πατροφονῆα, Το δολερό φονιά του κύρη του, τον Αίγιστο, γδικιώθη,
300 Αἴγισθον δολόμητιν, ὅ οἱ πατέρα κλυτὸν ἔκτα; που 'χε σκοτώσει τον πατέρα του, κι ακούστηκε στον κόσμο.
καὶ σύ, φίλος, μάλα γάρ σ᾿ ὁρόω καλόν τε μέγαν τε, Και συ, καλέ, — θωρώ τη χάρη σου, θωρώ την ελικιά σου —