Page 18 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 18
17
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -β-
-2- ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
ὤρνυτ᾿ ἄρ᾿ ἐξ εὐνῆφιν Ὀδυσσῆος φίλος υἱὸς από την κλίνη ο γιος πετάχτηκε και ντύθη του Οδυσσέα'
εἵματα ἑσσάμενος, περὶ δὲ ξίφος ὀξὺ θέτ᾿ ὤμῳ, μετά απ᾿ τους ώμους γύρω εκρέμασε το κοφτερό σπαθί του
ποσσὶ δ᾿ ὑπὸ λιπαροῖσιν ἐδήσατο καλὰ πέδιλα, και πέρασε πανώρια σάνταλα στ᾿ αστραφτερά του πόδια,
5 Ἀ βῆ δ᾿ ἴμεν ἐκ θαλάμοιο θεῷ ἐναλίγκιος ἄντην. κι έτσι κινούσε από την κάμαρα, θεός θαρρείς στην όψη.
αἶψα δὲ κηρύκεσσι λιγυφθόγγοισι κέλευσε Βγαίνοντας όξω τους βροντόφωνους γοργά προστάζει κράχτες
κηρύσσειν ἀγορήνδε κάρη κομόωντας Ἀχαιούς. σε συντυχιά τους μακρομάλληδες Αργίτες να καλέσουν.
οἱ μὲν ἐκήρυσσον, τοὶ δ᾿ ἠγείροντο μάλ᾿ ὦκα. Κι ως φώναζαν αυτοί, μαζώχτηκε το πλήθος με βιασύνη.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾿ ἐγένοντο, Κι αφού οι θιακοί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
10 βῆ ῥ᾿ ἴμεν εἰς ἀγορήν, παλάμῃ δ᾿ ἔχε χάλκεον ἔγχος, κινάει κι αυτός στη μάζωξη, χαλκό φουντώνοντας κοντάρι,
οὐκ οἶος, ἅμα τῷ γε δύω κύνες ἀργοὶ ἕποντο. όχι μονάχος᾿ δυο γοργόποδα σκυλιά τον ακλουθούσαν
θεσπεσίην δ᾿ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευεν Ἀθήνη. κι ως η Αθηνά με χάρη αθάνατη τον περεχούσε ακέριο,
τὸν δ᾿ ἄρα πάντες λαοὶ ἐπερχόμενον θηεῦντο: ο κόσμος γύρα τον καμάρωνε, καθώς περνούσε ομπρός του,
ἕζετο δ᾿ ἐν πατρὸς θώκῳ, εἶξαν δὲ γέροντες. κι όλοι οι γερόντοι του αναμέριζαν, στο πατρικό να κάτσει
15 τοῖσι δ᾿ ἔπειθ᾿ ἥρως Αἰγύπτιος ἦρχ᾿ ἀγορεύειν, θρονί᾿ κι ο Αιγύπτιος ο πολέμαρχος, που ήξερε μύρια ο νους του
ὃς δὴ γήραϊ κυφὸς ἔην καὶ μυρία ᾔδη. κι είχε σκεβρώσει απ᾿ τα γεράματα, το λόγο εκίνα πρώτος.
καὶ γὰρ τοῦ φίλος υἱὸς ἅμ᾿ ἀντιθέῳ Ὀδυσῆι Με του Οδυσσέα του ισόθεου τ᾿ άρμενα τα βαθουλά ένας γιος του
Ἴλιον εἰς ἐύπωλον ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσίν, είχε διαβεί στην καλοφόραδη την Τροία πριν τόσα χρόνια,
Ἄντιφος αἰχμητής: τὸν δ᾿ ἄγριος ἔκτανε Κύκλωψ τρανές κοντοφομάχος, ο Άντιφος᾿ μα ο Κύκλωπας τον είχε
20 ἐν σπῆι γλαφυρῷ, πύματον δ᾿ ὡπλίσσατο δόρπον. σκοτώσει στη σπηλιά του ο ανήμερος για το στερνό του δείπνο.
τρεῖς δέ οἱ ἄλλοι ἔσαν, καὶ ὁ μὲν μνηστῆρσιν ὁμίλει, Τρεις είχε γιους ακόμα᾿ πήγαινε με τους μνηστήρες ο ένας,
Εὐρύνομος, δύο δ᾿ αἰὲν ἔχον πατρώια ἔργα. ο Ευρύνομος, κι οι δυο τα χτήματα τα πατρικά αφεντεύαν.
ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ὣς τοῦ λήθετ᾿ ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων. Μα εκείνον δεν τον ξέχναε κι άπαυτα χτυπιόταν και θρηνούσε.
τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε: Γι᾿ αυτόν και τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσό τους:
25 «Βάλετε αφτί, Θιακοί, στα λόγια μου κι ό,τι σας πω γρικάτε'
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
βουλή ούτε μια φορά δεν χάναμε και σύναξη από τότε
οὔτε ποθ᾿ ἡμετέρη ἀγορὴ γένετ᾿ οὔτε θόωκος
που ο ισόθεος Οδυσσέας εμίσεψε στα βαθουλά καράβια.
ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς δῖος ἔβη κοίλῃς ἐνὶ νηυσί.
Μα τώρα ποιος εδώ μας σύναξε; ποιόν βρήκε ανάγκη τόση;
νῦν δὲ τίς ὧδ᾿ ἤγειρε; τίνα χρειὼ τόσον ἵκει
Να 'ναι άντρας τάχα από τους νιούτσικους για από τους πιο
ἠὲ νέων ἀνδρῶν ἢ οἳ προγενέστεροί εἰσιν;
γερόντους;
30 ἠέ τιν᾿ ἀγγελίην στρατοῦ ἔκλυεν ἐρχομένοιο, Τάχα μην του 'ρθε ξάφνου μήνυμα πως διαγυρνά ο στρατός μας,
ἥν χ᾿ ἡμῖν σάφα εἴποι, ὅτε πρότερός γε πύθοιτο; κι ως το 'μαθε από μας πρωτύτερα, να μας το πει γυρεύει;
ἦέ τι δήμιον ἄλλο πιφαύσκεται ἠδ᾿ ἀγορεύει; Μη γι᾿ άλλο κάτι, την κοινότη μας που αγγίζει, θα μιλήσει;
ἐσθλός μοι δοκεῖ εἶναι, ὀνήμενος. εἴθε οἱ αὐτῷ Μα άρχοντας θα 'ναι λέω — καλότυχος! Μακάρι ο Δίας να δώσει
Ζεὺς ἀγαθὸν τελέσειεν, ὅτι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ.» να του 'βγει σε καλό το που 'βαλε και μελετάει στα φρένα!»
35 Είπε, και χάρηκε ο Τηλέμαχος για τον καλό το λόγο,
ἡὣς φάτο, χαῖρε δὲ φήμῃ Ὀδυσσῆος φίλος υἱός, και πια δεν κάθουνταν, τον έπιασε να τους μιλήσει πόθος'
οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔτι δὴν ἧστο, μενοίνησεν δ᾿ ἀγορεύειν, στης μάζωξης τη μέση εστάθηκε, κι ως του 'βαλε στο χέρι
στῆ δὲ μέσῃ ἀγορῇ: σκῆπτρον δέ οἱ ἔμβαλε χειρὶ ραβδί ο διαλάλης ο Πεισήνορας ο πολυμυαλωμένος,
κῆρυξ Πεισήνωρ πεπνυμένα μήδεα εἰδώς.
πιο πρώτα γύρισε στο γέροντα και τέτοια λόγια του 'πε: