Page 163 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 163

162




               260  Ὀρσίλοχον πόδας ὠκύν, ὃς ἐν Κρήτῃ εὐρείῃ   το γοργοπόδη τον Ορσίλοχο, που στην πλατιά την Κρήτη
                    ἀνέρας ἀλφηστὰς νίκα ταχέεσσι πόδεσσιν,   άλλος θνητός δεν του παράβγαινε στα γρήγορα ποδάρια.
                    οὕνεκά με στερέσαι τῆς ληί̈δος ἤθελε πάσης   Όλα μαθές τα κούρσα εγύρευε που 'χα απ᾿ την Τροία φερμένα
                    Τρωϊάδος, τῆς εἵνεκ᾿ ἐγὼ πάθον ἄλγεα θυμῷ,   να μου τ᾿ αρπάξει, ας είχα βάσανα γι᾿ αυτά πολλά τραβήξει
                    ἀνδρῶν τε πτολέμους ἀλεγεινά τε κύματα πείρων,   μέσα σε τόσα αντροπαλέματα και κύματα αγριεμένα.

               265  οὕνεκ᾿ ἄρ᾿ οὐχ ᾧ πατρὶ χαριζόμενος θεράπευον   Δεν είχα λέει σταθεί του κύρη του στης Τροίας τα μέρη πέρα,
                    δήμῳ ἔνι Τρώων, ἀλλ᾿ ἄλλων ἦρχον ἑταίρων.   κι ουδέ τον δούλεψα, μον᾿ όριζα συντρόφους άλλους μόνος.
                    τὸν μὲν ἐγὼ κατιόντα βάλον χαλκήρεϊ δουρὶ   Γι᾿ αυτό, ως γυρνούσε απ᾿ τα χωράφια του, καρτέρι μ᾿ ένα φίλο
                    ἀγρόθεν, ἐγγὺς ὁδοῖο λοχησάμενος σὺν ἑταίρῳ:   στήνω στο δρόμο πλάι και του 'ριξα με χάλκινο κοντάρι.
                    νὺξ δὲ μάλα δνοφερὴ κάτεχ᾿ οὐρανόν, οὐδέ τις   Νύχτα περίσκεπε τρισκότεινη τον ουρανό, κι ουτ᾿ ένας
                    ἡμέας

               270  ἀνθρώπων ἐνόησε, λάθον δέ ἑ θυμὸν ἀπούρας.   θνητός μας είδε κι ούτε μ᾿ ένιωσαν που πήρα τη ζωή του.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ τόν γε κατέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,   Μα ως πια με κοφτερό τον σκότωσα χαλκό, κινώ και φεύγω,
                    αὐτίκ᾿ ἐγὼν ἐπὶ νῆα κιὼν Φοίνικας ἀγαυοὺς   κι ένα καράβι πετυχαίνοντας στους Φοίνικες προσπέφτω
                    ἐλλισάμην, καί σφιν μενοεικέα ληί̈δα δῶκα:   τους αντρειανούς κι από τα κούρσα μου τους δίνω πλούσια δώρα᾿
                    τούς μ᾿ ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι   ν᾿ ανέβω στ᾿ άρμενο τους γύρευα, στην Πύλο να με βγάλουν,

               275                                         για ακόμα και στη θεία την Ήλιδα, των Επειών τη χώρα.
                    ἢ εἰς Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί.
                                                           Μα εκεί να πιάσουν δεν κατάφεραν, σπρωγμένοι απ᾿ τους
                    ἀλλ᾿ ἦ τοι σφέας κεῖθεν ἀπώσατο ἲς ἀνέμοιο
                                                           ανέμους,
                    πόλλ᾿ ἀεκαζομένους, οὐδ᾿ ἤθελον ἐξαπατῆσαι.
                                                           πολύ άθελα τους᾿ δεν εγύρευαν μαθές να με γελάσουν.
                    κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε νυκτός.
                                                           Ξεστρατισμένοι εκείθε φτάνουμε στα μέρη αυτά τη νύχτα,
                    σπουδῇ δ᾿ ἐς λιμένα προερέσσαμεν, οὐδέ τις ἡμῖν
                                                           και λάμνοντας γοργά τρομάξαμε να μπούμε στο λιμάνι'
               280  δόρπου μνῆστις ἔην, μάλα περ χατέουσιν ἑλέσθαι,   κι ουτ᾿ ένας μας να φάει θυμήθηκε, κι ας είχαμε όλοι ανάγκη,
                    ἀλλ᾿ αὔτως ἀποβάντες ἐκείμεθα νηὸς ἅπαντες.   μον᾿ όπως βγήκαμε, βρεθήκαμε στον άμμο ξαπλωμένοι.
                    ἔνθ᾿ ἐμὲ μὲν γλυκὺς ὕπνος ἐπήλυθε κεκμηῶτα,   Εγώ είχα απ᾿ το βαρύ τον κάματο σε ύπνο γλυκά βουλιάξει,
                    οἱ δὲ χρήματ᾿ ἐμὰ γλαφυρῆς ἐκ νηὸς ἑλόντες   κι αυτοί απ᾿ το βαθουλό τους έβγαλαν καράβι τ᾿ αγαθά μου,
                    κάτθεσαν, ἔνθα περ αὐτὸς ἐπὶ ψαμάθοισιν ἐκείμην.   κι ως τ᾿ απίθωσαν, όπου εκοίτομουν κι εγώ, στον άμμο απάνω,

               285  οἱ δ᾿ ἐς Σιδονίην εὖ ναιομένην ἀναβάντες   για της Σιδόνας πήραν κι έφυγαν τις πλούσιες χώρες πίσω
                    ᾤχοντ': αὐτὰρ ἐγὼ λιπόμην ἀκαχήμενος ἦτορ.»    με το καράβι, παρατώντας με μονάχο στον καημό μου.»
                    ὣὣς φάτο, μείδησεν δὲ θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,   Αυτά είπε, κι η Αθηνά η γλαυκόματη θεά, με χαμογέλιο
                    χειρί τέ μιν κατέρεξε: δέμας δ᾿ ἤϊκτο γυναικὶ   το χέρι απλώνοντας τον χάιδεψε᾿ μεμιάς την όψη επήρε
                    καλῇ τε μεγάλῃ τε καὶ ἀγλαὰ ἔργα ἰδυίῃ:   γυναίκας όμορφης, τρανόκορμης, πιδέξιας ανυφάντρας,

               290  καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
                    «κερδαλέος κ᾿ εἴη καὶ ἐπίκλοπος ὅς σε παρέλθοι   «Στην πονηριά αν κανείς παράβγαινε μαζί σου, ακόμα ας ήταν
                    ἐν πάντεσσι δόλοισι, καὶ εἰ θεὸς ἀντιάσειε.   θεός, ανάγκη πλήθος να 'ξερε πλανέματα και δόλους!
                    σχέτλιε, ποικιλομῆτα, δόλων ἆτ᾿, οὐκ ἄρ᾿ ἔμελλες,   Της πονηρίας τεχνίτη αχόρταγε, πια αλήθεια δε βαστιέσαι!
                    οὐδ᾿ ἐν σῇ περ ἐὼν γαίῃ, λήξειν ἀπατάων   Μηδέ στη χώρα σου είπες φτάνοντας τις πονηριές ν᾿ αφήσεις

               295  μύθων τε κλοπίων, οἵ τοι πεδόθεν φίλοι εἰσίν.   και τις ψευτιές, που λες και χαίρεσαι, σαν που 'ναι φυσικό σου!
                    ἀλλ᾿ ἄγε, μηκέτι ταῦτα λεγώμεθα, εἰδότες ἄμφω   Μα αυτά ας τ᾿ αφήσουμε, κατέχουμε κι οι δυο μας από τέχνες.
                    κέρδε᾿, ἐπεὶ σὺ μέν ἐσσι βροτῶν ὄχ᾿ ἄριστος   Εσένα ποιος στον κόσμο βρίσκεται στη γνώση και στα λόγια
                    ἁπάντων                                να ξεπερνά; Κι εγώ δοξάζουμαι μες στους θεούς η πρώτη
                    βουλῇ καὶ μύθοισιν, ἐγὼ δ᾿ ἐν πᾶσι θεοῖσι   για τις βουλές μου και τις τέχνες μου. Την Αθηνά Παλλάδα,
                    μήτι τε κλέομαι καὶ κέρδεσιν: οὐδὲ σύ γ᾿ ἔγνως

               300  Παλλάδ᾿ Ἀθηναίην, κούρην Διός, ἥ τέ τοι αἰεὶ   του Δία την κόρη, δεν τη γνώρισες ωστόσο, νύχτα μέρα
                    ἐν πάντεσσι πόνοισι παρίσταμαι ἠδὲ φυλάσσω,   που στέκουμαι στον κάθε μόχτο σου και σε φυλάω μην πάθεις.
   158   159   160   161   162   163   164   165   166   167   168