Page 164 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 164
163
καὶ δέ σε Φαιήκεσσι φίλον πάντεσσιν ἔθηκα, Εγώ είμαι που τους Φαίακες έκαμα να σε αγαπήσουν όλοι'
νῦν αὖ δεῦρ᾿ ἱκόμην, ἵνα τοι σὺν μῆτιν ὑφήνω και τώρα φτάνω εδώ να πλέξουμε βουλή μαζί καινούργια,
χρήματά τε κρύψω, ὅσα τοι Φαίηκες ἀγαυοὶ να κρύψω και το βιος, οι ασύγκριτοι που σου 'χουν Φαίακες δώσει,
305 ὤπασαν οἴκαδ᾿ ἰόντι ἐμῇ βουλῇ τε νόῳ τε, ως γύρναες σπίτι σου, από φώτιση κι από βουλή δικιά μου᾿
εἴπω θ᾿ ὅσσα τοι αἶσα δόμοις ἔνι ποιητοῖσι και να σου πω στο στέριο σπίτι σου τι βάσανα απ᾿ τη μοίρα
κήδε᾿ ἀνασχέσθαι: σὺ δὲ τετλάμεναι καὶ ἀνάγκῃ, σε καρτερούν ωστόσο βάσταξε και συ'— κι αθέλητα σου'
μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ᾿ ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν, μηδέ και να 'βγει από το στόμα σου μπρος σε άντρα για γυναίκα,
πάντων, οὕνεκ᾿ ἄρ᾿ ἦλθες ἀλώμενος, ἀλλὰ σιωπῇ αφού παράδειρες, πως γύρισες, μον᾿ ό,τι κι αν σου κάνουν,
310 πάσχειν ἄλγεα πολλά, βίας ὑποδέγμενος ἀνδρῶν.» βρισιές και βάσανα, όλα δέχου τα, χωρίς μιλιά να βγάνεις.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Οδυσσέας:
Ὀδυσσεύς: «Να σε γνωρίσει δεν είναι εύκολο, θεά, ο θνητός μπροστά του,
«ἀργαλέον σε, θεά, γνῶναι βροτῷ ἀντιάσαντι, όσα κι αν ξέρει, τι την όψη σου κάθε φορά κι αλλάζεις.
καὶ μάλ᾿ ἐπισταμένῳ: σὲ γὰρ αὐτὴν παντὶ ἐί̈σκεις. Τούτο κατέχω εγώ: πρωτύτερα, τα χρόνια που στην Τροία
τοῦτο δ᾿ ἐγὼν εὖ οἶδ᾿, ὅτι μοι πάρος ἠπίη ἦσθα,
315 ἧος ἐνὶ Τροίῃ πολεμίζομεν υἷες Ἀχαιῶν. των Αχαιών οι γιοί χτυπιούμασταν, ήσουν καλή μαζί μου.
αὐτὰρ ἐπεὶ Πριάμοιο πόλιν διεπέρσαμεν αἰπήν, Μα πια του Πρίαμου σαν πατήσαμε το απόγκρεμο το κάστρο
βῆμεν δ᾿ ἐν νήεσσι, θεὸς δ᾿ ἐκέδασσεν Ἀχαιούς, κι ένας θεός ανεμοσκόρπισε τους Αχαιούς, ως μπήκαν
οὔ σέ γ᾿ ἔπειτα ἴδον, κούρη Διός, οὐδ᾿ ἐνόησα στα πλοία, πια δέ σε ανανογήθηκα, κόρη του Δία, δε σ᾿ είδα
νηὸς ἐμῆς ἐπιβᾶσαν, ὅπως τί μοι ἄλγος ἀλάλκοις. να βάλεις πόδι στο καράβι μου, να μου σταθείς στα πάθη,
320 ἀλλ᾿ αἰεὶ φρεσὶν ᾗσιν ἔχων δεδαϊγμένον ἦτορ μόνο παράδερνα αξανάσαστα με σπαραγμένα σπλάχνα,
ἠλώμην, ἧός με θεοὶ κακότητος ἔλυσαν: ως τέλος πια οι θεοί απ᾿ τα βάσανα με γλίτωσαν τα πλήθια.
πρίν γ᾿ ὅτε Φαιήκων ἀνδρῶν ἐν πίονι δήμῳ Τώρα στερνά κι εσύ με γκάρδιωσες μιλώντας μου στην πλούσια
θάρσυνάς τε ἔπεσσι καὶ ἐς πόλιν ἤγαγες αὐτή. των Φαιάκων χώρα και στην πόλη τους με οδήγησες ατή σου.
νῦν δέ σε πρὸς πατρὸς γουνάζομαι--οὐ γὰρ ὀί̈ω Όμως στου Δία σε ορκίζω τ᾿ όνομα, στα γόνατα σου πέφτω'
325 ἥκειν εἰς Ἰθάκην εὐδείελον, ἀλλά τιν᾿ ἄλλην δεν το φαντάζουμαι πως έφτασα στην ξέφαντην Ιθάκη᾿
γαῖαν ἀναστρέφομαι: σὲ δὲ κερτομέουσαν ὀί̈ω άλλη είναι η γη που τώρα βρέθηκα, θαρρώ, κι αν τα 'πες τούτα,
ταῦτ᾿ ἀγορευέμεναι, ἵν᾿ ἐμὰς φρένας ἠπεροπεύσῃς-- το νου μου να πλανέσεις ήθελες και να με ξεγελάσεις.
εἰπέ μοι εἰ ἐτεόν γε φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἱκάνω.» Αχ, πες μου τώρα αλήθεια αν πάτησα τη γη την πατρική μου!»
τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη: Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, του απηλογήθη κι είπε:
330 «αἰεί τοι τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι νόημα: «Αποξαρχής μια τέτοια στόχαση σου κυβερνάει τα φρένα,
τῷ σε καὶ οὐ δύναμαι προλιπεῖν δύστηνον ἐόντα, που εγώ στις συφορές δε δονούμαι να μη σου παραστέκω,
οὕνεκ᾿ ἐπητής ἐσσι καὶ ἀγχίνοος καὶ ἐχέφρων. που 'χεις μυαλό ξύπνο και γρήγορο και γνωστικό. Ποιος άλλος,
ἀσπασίως γάρ κ᾿ ἄλλος ἀνὴρ ἀλαλήμενος ἐλθὼν που, αφού παράδειρε, θα γύριζε στο σπίτι του, δε θα 'χε
ἵετ᾿ ἐνὶ μεγάροις ἰδέειν παῖδάς τ᾿ ἄλοχόν τε: τρέξει χαρούμενος, το ταίρι του να ιδεί και τα παιδιά του;
335 σοὶ δ᾿ οὔ πω φίλον ἐστὶ δαήμεναι οὐδὲ πυθέσθαι, Μα εσύ δε θες να ξέρεις τίποτα γι᾿ αυτούς κι ουδέ να μάθεις,
πρίν γ᾿ ἔτι σῆς ἀλόχου πειρήσεαι, ἥ τέ τοι αὔτως πριν δοκιμάσεις τη γυναίκα σου, που κάθεται κλεισμένη
ἧσται ἐνὶ μεγάροισιν, ὀϊζυραὶ δέ οἱ αἰεὶ μέσα στο σπίτι σας, κι αγλύκαντες μια μια ν᾿ αποδιαβαίνουν
φθίνουσιν νύκτες τε καὶ ἤματα δάκρυ χεούσῃ. θωρεί τις νύχτες και τις μέρες της, στα δάκρυα βουτηγμένη.
αὐτὰρ ἐγὼ τὸ μὲν οὔ ποτ᾿ ἀπίστεον, ἀλλ᾿ ἐνὶ θυμῷ Εμένα η πίστη δε με απόλειψε, το κάτεχα στα φρένα
340 πως θα διαγείρεις, μόνο που όλους σου θα χάσεις τους
ᾔδε᾿, ὃ νοστήσεις ὀλέσας ἄπο πάντας ἑταίρους: συντρόφους.
ἀλλά τοι οὐκ ἐθέλησα Ποσειδάωνι μάχεσθαι Μα να πιαστώ με του πατέρα μου τον αδερφό δεν το 'χα σωστό,
πατροκασιγνήτῳ, ὅς τοι κότον ἔνθετο θυμῷ, τον Ποσειδώνα, που 'νιωθε βαρύ θυμό για σένα,
χωόμενος ὅτι οἱ υἱὸν φίλον ἐξαλάωσας. τι σου 'χε μάνητα που ετύφλωσες τον ακριβό το γιο του.
ἀλλ᾿ ἄγε τοι δείξω Ἰθάκης ἕδος, ὄφρα πεποίθῃς.
Και τώρα την Ιθάκη θα 'θελα να ξεσκεπάσω ομπρός σου,