Page 212 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 212

211




                    αἶγας ἄγων, αἳ πᾶσι μετέπρεπον αἰπολίοισι,   του Δόλιου ο γιος, απ᾿ τα κοπάδια του τις πιο παχιές του γίδες
                    δεῖπνον μνηστήρεσσι: δύω δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο νομῆες.   λαλώντας, οι μνηστήρες να 'χουνε στο γιόμα τους να τρώνε.

               215  τοὺς δὲ ἰδὼν νείκεσσεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν,   Κι όπως τους είδε, πρώτος μίλησε, βαριά αποπαίρνοντάς τους,
                    ἔκπαγλον καὶ ἀεικές: ὄρινε δὲ κῆρ Ὀδυσῆος:   άπρεπα, αδιάντροπα, και χόχλασαν τα στήθη του Οδυσσέα:
                    «νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ κακὸς κακὸν ἡγηλάζει,   «Ο ένας αγύρτης, κοίτα, δεύτερο μαζί του σούρνει αγύρτη!
                    ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖν.   Όμοιος τον όμοιο! Τους ζευγάρωσε πάλι ο θεός, ως πάντα!
                    πῇ δὴ τόνδε μολοβρὸν ἄγεις, ἀμέγαρτε συβῶτα,   Που πας με αυτά τα βρωμογούρουνα, χοιροβοσκέ χαμένε,

               220  πτωχὸν ἀνιηρόν δαιτῶν ἀπολυμαντῆρα;    τον ανεβάσταγο το ζήτουλα, των τραπεζιών τη λέπρα;
                    ὃς πολλῇς φλιῇσι παραστὰς θλίψεται ὤμους,   Σε πόσες πόρτες τώρα στέκοντας την πλάτη του θα ξύνει,
                    αἰτίζων ἀκόλους, οὐκ ἄορας οὐδὲ λέβητας:   ζητώντας ένα ξεροκόμματο, κι όχι σπαθιά ή λεβέτια!
                    τόν κ᾿ εἴ μοι δοίης σταθμῶν ῥυτῆρα γενέσθαι   Αν μου τον έδινες, βλεπάτορα στη στάνη να τον βάλω,
                    σηκοκόρον τ᾿ ἔμεναι θαλλόν τ᾿ ἐρίφοισι φορῆναι,   να κουβαλάει κλαριά στα ρίφια μου, τη μάντρα να σαρώνει,

               225  καί κεν ὀρὸν πίνων μεγάλην ἐπιγουνίδα θεῖτο.   απ᾿ το τυρόγαλο που θα 'πινε θα σφίγγαν τα μεριά του.
                    ἀλλ᾿ ἐπεὶ οὖν δὴ ἔργα κάκ᾿ ἔμμαθεν, οὐκ ἐθελήσει   Όμως κακόμαθε, δεν του 'ρχεται να πιάσει να δουλεύει'
                    ἔργον ἐποίχεσθαι, ἀλλὰ πτώσσων κατὰ δῆμον   το 'χει καλύτερο, την άπατη κοιλιά του για να θρέψει,
                    βούλεται αἰτίζων βόσκειν ἣν γαστέρ᾿ ἄναλτον.   να τριγυρίζει ζητιανεύοντας σκυφτός μπροστά στον κόσμο.
                    ἀλλ᾿ ἔκ τοι ἐρέω, τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται:   Πάνω σε τούτο κάτι θα 'λεγα, που σίγουρα θα γένει:

               230                                         Αν στου Οδυσσέα του αρχοντογέννητου πατήσει το παλάτι,
                    αἴ κ᾿ ἔλθῃ πρὸς δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο,
                                                           πλήθος απάνω στο κεφάλι του σκαμνιά απ᾿ αντρίκια χέρια
                    πολλά οἱ ἀμφὶ κάρη σφέλα ἀνδρῶν ἐκ παλαμάων
                                                           θα πεταχτούν, κι ως θα του ρίχνουνται, θα σπάσουν τα πλευρά
                    πλευραὶ ἀποτρίψουσι δόμον κάτα βαλλομένοιο.»
                                                           του.»
                    ὣς φάτο, καὶ παριὼν λὰξ ἔνθορεν ἀφραδίῃσιν
                                                           Είπε, κι ο ανέμυαλος τον κλώτσησε στο γοφό προσπερνώντας
                    ἰσχίῳ: οὐδέ μιν ἐκτὸς ἀταρπιτοῦ ἐστυφέλιξεν,
                                                           μ᾿ ένα του πήδημα, μα ασάλευτος κρατήθηκε ο Οδυσσέας,
               235  ἀλλ᾿ ἔμεν᾿ ἀσφαλέως: ὁ δὲ μερμήριξεν Ὀδυσσεὺς   κι ουδ᾿ όξω απ᾿ το στρατί τινάχτηκε᾿ για μια στιγμή εστοχάστη
                    ἠὲ μεταί̈ξας ῥοπάλῳ ἐκ θυμὸν ἕλοιτο,   με το ραβδί χιμώντας πίσω του να πάρει τη ζωή του,
                    ἦ πρὸς γῆν ἐλάσειε κάρη ἀμφουδὶς ἀείρας.   για ασκώνοντάς τον το κεφάλι του στο χώμα να βροντήξει'
                    ἀλλ᾿ ἐπετόλμησε, φρεσὶ δ᾿ ἔσχετο: τὸν δὲ συβώτης   υπομονεύτη και κρατήθηκε᾿ μα ο θείος χοιροβοσκός του
                    νείκεσ᾿ ἐσάντα ἰδών, μέγα δ᾿ εὔξατο χεῖρας ἀνασχών:   τον αποπήρε και σηκώνοντας τα χέρια ευκήθη κι είπε:

               240  «νύμφαι κρηναῖαι, κοῦραι Διός, εἴ ποτ᾿ Ὀδυσσεὺς   «Κόρες του Δία, της βρύσης οι Ξανθιές, σε χρόνια περασμένα
                    ὔμμ᾿ ἐπὶ μηρί᾿ ἔκηε, καλύψας πίονι δημῷ,   αν ο Οδυσσέας μεριά σας έκαψεν αρνίσια για γιδίσια
                    ἀρνῶν ἠδ᾿ ἐρίφων, τόδε μοι κρηήνατ᾿ ἐέλδωρ,   σε ξίγκι μέσα, τώρα ακούσετε την πεθυμιά μου ετούτη:
                    ὡς ἔλθοι μὲν κεῖνος ἀνήρ, ἀγάγοι δέ ἑ δαίμων:   Να 'φτανε εκείνος, από αθάνατο θεό φερμένος πίσω,
                    τῷ κέ τοι ἀγλαί̈ας γε διασκεδάσειεν ἁπάσας,   κι όλα σου τούτα τα καμώματα θα τ᾿ ανεμοσκορπούσε.

               245  τὰς νῦν ὑβρίζων φορέεις, ἀλαλήμενος αἰεὶ   Τώρα τα δείχνεις και κορδώνεσαι και τριγυρνάς τη χώρα
                    ἄστυ κάτ': αὐτὰρ μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες.»    κι αφήνεις τα κοπάδια ανίκανοι βοσκοί να τ᾿ αφανίζουν.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν:   Κι ο Μελανθέας γυρνώντας μίλησεν, ο γιδολάτης, κι είπε:
                    «ὢ πόποι, οἶον ἔειπε κύων ὀλοφώϊα εἰδώς,   «Ωχού μου, για άκου λόγια πίβουλα που ξεστομίζει ο σκύλος!
                    τόν ποτ᾿ ἐγὼν ἐπὶ νηὸς ἐϋσσέλμοιο μελαίνης   Μα κάποτε σε καλοκούβερτο καράβι απ᾿ την Ιθάκη

               250  ἄξω τῆλ᾿ Ἰθάκης, ἵνα μοι βίοτον πολὺν ἄλφοι.   αλάργα θα τον πάω για πούλημα, περίσσια κέρδη να 'χω.
                    αἲ γὰρ Τηλέμαχον βάλοι ἀργυρότοξος Ἀπόλλων   Ο ασημοδόξαρος Απόλλωνας, και σήμερα μακάρι,
                    σήμερον ἐν μεγάροις, ἢ ὑπὸ μνηστῆρσι δαμείη,   για κι οι μνηστήρες τον Τηλέμαχο να σκότωναν στο σπίτι,
                    ὡς Ὀδυσῆί̈ γε τηλοῦ ἀπώλετο νόστιμον ἦμαρ.»   ως είναι αλήθεια πως ο κύρης του μακριά στα ξένα εχάθη.»
                    ὣς εἰπὼν τοὺς μὲν λίπεν αὐτοῦ ἦκα κιόντας,   Σαν είπε τούτα, τους παράτησε να σιγοπερπατούνε,

               255  αὐτὰρ ὁ βῆ, μάλα δ᾿ ὦκα δόμους ἵκανεν ἄνακτος.   και κίνησε να φτάσει γρήγορα στου ρήγα το παλάτι᾿
   207   208   209   210   211   212   213   214   215   216   217