Page 217 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 217
216
'ταν'
425 να φύγω με κουρσάρους μ᾿ έσπρωζε᾿ πολυταξιδεμένους,
ὅς μ᾿ ἅμα ληϊστῆρσι πολυπλάγκτοισιν ἀνῆκεν
να πάω πολύ μακριά, στην Αίγυπτο, για να 'βρω το χαμό μου.
Αἴγυπτόνδ᾿ ἰέναι, δολιχὴν ὁδόν, ὄφρ᾿ ἀπολοίμην.
Στον ποταμό το Νείλο τ᾿ άραξα τα δρεπανόγυρτά μας
στῆσα δ᾿ ἐν Αἰγύπτῳ ποταμῷ νέας ἀμφιελίσσας.
πλεούμενα, κι ευτύς παράγγελνα στους γκαρδιακούς συντρόφους
ἔνθ᾿ ἦ τοι μὲν ἐγὼ κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
στ᾿ άρμενα πλάι να μένουν, τ᾿ άρμενα στο νου τους πάντα να
αὐτοῦ πὰρ νήεσσι μένειν καὶ νῆας ἔρυσθαι,
'χουν,
430 ὀπτῆρας δὲ κατὰ σκοπιὰς ὤτρυνα νέεσθαι. και βίγλες τις κορφές επρόσταξα να πιάσουν ένα γύρο.
οἱ δ᾿ ὕβρει εἴξαντες, ἐπισπόμενοι μένεϊ σφῷ, Μα αυτοί το παραπήραν πάνω τους, και στην αποκοτιά τους
αἶψα μάλ᾿ Αἰγυπτίων ἀνδρῶν περικαλλέας ἀγροὺς των Αιγυπτίων τα πλούσια χτήματα κινούσαν να πατήσουν,
πόρθεον, ἐκ δὲ γυναῖκας ἄγον καὶ νήπια τέκνα, και σέρναν σκλάβες τις γυναίκες τους και τα μικρά παιδιά τους,
αὐτούς τ᾿ ἔκτεινον: τάχα δ᾿ ἐς πόλιν ἵκετ᾿ ἀϋτή. και σκότωναν κι αυτούς. Μα ως έφτασε γοργά η βοή στην πόλη,
435 οἱ δὲ βοῆς ἀί̈οντες ἅμ᾿ ἠοῖ φαινομένηφιν εκείνοι, ακούγοντας το κάλεσμα, χαράματα πρόφτασαν,
ἦλθον: πλῆτο δὲ πᾶν πεδίον πεζῶν τε καὶ ἵππων κι ευτύς ο κάμπος όλος γέμισε πεζούς κι αμαξολάτες,
χαλκοῦ τε στεροπῆς: ἐν δὲ Ζεὺς τερπικέραυνος και τα χαλκένια άστραφταν άρματα. Στούς συντρόφους μου τότε
φύζαν ἐμοῖς ἑτάροισι κακὴν βάλεν, οὐδέ τις ἔτλη φύτεψε ο Δίας ο κεραυνόχαρος δείλια κακιά, κι ουτ᾿ ένας
στῆναι ἐναντίβιον: περὶ γὰρ κακὰ πάντοθεν ἔστη. μπρος στον οχτρό εκρατήθη, τι ο χαμός μας είχε ζώσει ολούθε.
440 Εκεί πολλούς δικούς μας σκότωσαν με τα χαλκά κοντάρια,
ἔνθ᾿ ἡμέων πολλοὺς μὲν ἀπέκτανον ὀξέϊ χαλκῷ,
τους άλλους ζωντανούς τους έσερναν, να τους δουλεύουν
τοὺς δ᾿ ἄναγον ζωούς, σφίσιν ἐργάζεσθαι ἀνάγκῃ.
σκλάβοι.
αὐτὰρ ἔμ᾿ ἐς Κύπρον ξείνῳ δόσαν ἀντιάσαντι,
Μένα με δώκαν σ'έναν ξένο τους, που έτυχε εκεί, στου Γιάσου
Δμήτορι Ἰασίδῃ, ὃς Κύπρου ἶφι ἄνασσεν:
το γιο το Δμήτορα, τον άρχοντα της Κύπρος᾿ απ᾿ την Κύπρο
ἔνθεν δὴ νῦν δεῦρο τόδ᾿ ἵκω πήματα πάσχων.»
τώρα έχω φτάσει εδώ στα μέρη σας πολυβασανισμένος.»
445 τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος ἀπαμείβετο φώνησέν τε: Κι ο Αντίνοος τότε του αποκρίθηκε κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«τίς δαίμων τόδε πῆμα προσήγαγε, δαιτὸς ἀνίην; «Τέτοιο κακό σαν ποιος μας το 'στειλε θεός, να μας χαλάσει
στῆθ᾿ οὕτως ἐς μέσσον, ἐμῆς ἀπάνευθε τραπέζης, το γιόμα τώρα; Απ᾿ το τραπέζι μου μακριά! Στη μέση στάσου,
μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι: μη βρεις μιαν άλλη Κύπρο κι Αίγυπτο πικρή να σε προσμένει,
ὥς τις θαρσαλέος καὶ ἀναιδής ἐσσι προί̈κτης. τέτοιος αδιάντροπος κι απόκοτος που δείχνεις ψωμοζήτης!
450 ἑξείης πάντεσσι παρίστασαι: οἱ δὲ διδοῦσι Σε όλους γραμμή περνώντας στέκεσαι, και δίνουν οι μνηστήρες
μαψιδίως, ἐπεὶ οὔ τις ἐπίσχεσις οὐδ᾿ ἐλεητὺς αλόγιαστα᾿ το βιος ποιος γνοιάζεται, ποιος το πονεί το ξένο;
ἀλλοτρίων χαρίσασθαι, ἐπεὶ πάρα πολλὰ ἑκάστῳ.» γι᾿ αυτό και το χαρίζει ανέμελα, τι έχει όσα θέλει ομπρός του.»
τὸν δ᾿ ἀναχωρήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: Πισωδρομώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
«ὢ πόποι, οὐκ ἄρα σοί γ᾿ ἐπὶ εἴδεϊ καὶ φρένες ἦσαν: «Ωχού, τα κάλλη κι αν δε σου 'λειψαν, όμως μυαλό δεν έχεις!
455 Αλάτι λέω σπειρί δε θα 'δινες απ᾿ το δικό σου σε άλλον,
οὐ σύ γ᾿ ἂν ἐξ οἴκου σῷ ἐπιστάτῃ οὐδ᾿ ἅλα δοίης,
αφού σε ξένο εδώ καθούμενος τραπέζι να μου δώκεις
ὃς νῦν ἀλλοτρίοισι παρήμενος οὔ τί μοι ἔτλης
ψωμί η καρδιά σου δεν το βάσταξε, κι ας έχεις τόσα ομπρός
σίτου ἀποπροελὼν δόμεναι: τὰ δὲ πολλὰ πάρεστιν.»
σου.»
ὣς ἔφατ᾿, Ἀντίνοος δ᾿ ἐχολώσατο κηρόθι μᾶλλον,
Αυτά είπε, και του Αντίνοου σύγκλυσε πιο ακόμα οργή τα φρένα,
καί μιν ὑπόδρα ἰδὼν ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα ταυροκοιτάζοντάς τον:
460 «Το αρχονταρίκι δέ φαντάζουμαι γερός ν᾿ αφήσεις τώρα
«νῦν δή σ᾿ οὐκέτι καλὰ διὲκ μεγάροιό γ᾿ ὀί̈ω και να᾿ βγεις όξω, μια και βάλθηκες να μας αγκυλοχέψεις.»
ἂψ ἀναχωρήσειν, ὅτε δὴ καὶ ὀνείδεα βάζεις.» Είπε, και ρίχνοντας τον πέτυχε στο δεξιόν ώμο απάνω
ὣς ἄρ᾿ ἔφη, καὶ θρῆνυν ἑλὼν βάλε δεξιὸν ὦμον, με το σκαμνί, στην πλάτη ακρόκορφα, μα εκείνος στάθη ως
πρυμνότατον κατὰ νῶτον: ὁ δ᾿ ἐστάθη ἠύ̈τε πέτρη βράχος
ἔμπεδον, οὐδ᾿ ἄρα μιν σφῆλεν βέλος Ἀντινόοιο,
και τη ριξιά του Αντίνοου δέχτηκε χωρίς να ξεσαλέψεί᾿