Page 218 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 218

217




               465  ἀλλ᾿ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.   την κεφαλή του εκίνησε άλαλος μονάχα, μελετώντας
                    ἂψ δ᾿ ὅ γ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετο, κὰδ δ᾿ ἄρα   κακά στα φρένα, κι όπως κάθισε γυρνώντας στο κατώφλι,
                    πήρην                                  τ᾿ ολόγιομο σακούλι απίθωσε και στους μνηστήρες είπε:
                    θῆκεν ἐϋπλείην, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπε:   «Ακουστέ μου, της κοσμολόγητης βασίλισσας μνηστήρες,
                    «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγακλειτῆς βασιλείης,   - το τι η καρδιά στα στήθη μέσα μου με σπρώχνει να μιλήσω'
                    ὄφρ᾿ εἴπω τά με θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι κελεύει.

               470  οὐ μὰν οὔτ᾿ ἄχος ἐστὶ μετὰ φρεσὶν οὔτε τι πένθος,   καημό δε νιώθει ουδέ παράπονο κανείς στα φρένα, αν τύχει
                    ὁππότ᾿ ἀνὴρ περὶ οἷσι μαχειόμενος κτεάτεσσι   να τον χτυπήσουν, καθώς πάσκιζε το βιος του ν᾿ αφεντέψει,
                    βλήεται, ἢ περὶ βουσὶν ἢ ἀργεννῇς ὀί̈εσσιν:   για να γλιτώσει για τα βόδια του για τ᾿ άσπρα πρόβατά του.
                    αὐτὰρ ἔμ᾿ Ἀντίνοος βάλε γαστέρος εἵνεκα λυγρῆς,   Όμως ο Αντίνοος τώρα μου 'ριξε για την κοιλιά την έρμη,
                    οὐλομένης, ἣ πολλὰ κάκ᾿ ἀνθρώποισι δίδωσιν.   ανάθεμα τη! Πόσα βάσανα γι'αύτή δε σέρνει ο κόσμος!

               475  ἀλλ᾿ εἴ που πτωχῶν γε θεοὶ καὶ Ἐρινύες εἰσίν,   Μα αν έχουν κι οι ζητιάνοι και θεούς δικούς τους κι Ερινύες,
                    Ἀντίνοον πρὸ γάμοιο τέλος θανάτοιο κιχείη.»   αντίς για γάμο ο Αντίνοος θάνατο κακό να βρει, μακάρι!»
                    τὸν δ᾿ αὖτ᾿ Ἀντίνοος προσέφη, Εὐπείθεος υἱός:   Κι ο γιος του Ευπείθη, ο Αντίνοος, γύρισε κι απηλογήθη κι είπε:
                    «ἔσθι᾿ ἕκηλος, ξεῖνε, καθήμενος, ἢ ἄπιθ᾿ ἄλλῃ,   «Κάτσε και τρώγε, ξένε, αμίλητος, για τράβα αλλού, απ᾿ το πόδι
                    μή σε νέοι διὰ δώματ᾿ ἐρύσσωσ᾿, οἷ᾿ ἀγορεύεις,   για από το χέρι μες στις κάμαρες οι νιοί να μη σε σύρουν,

               480                                         και ξεγδαρμένος βγεις ολόκληρος, με αυτά που ξεστομίζεις.»
                    ἢ ποδὸς ἢ καὶ χειρός, ἀποδρύψωσι δὲ πάντα.»
                                                           Αυτά είπε, και τους άλλους άμετρος θυμός τους συνεπήρε,
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ὑπερφιάλως νεμέσησαν:
                                                           κι αυτά φώναζαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους
                    ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:
                                                           κάποιοι:
                    «Ἀντίνο᾿, οὐ μὲν κάλ᾿ ἔβαλες δύστηνον ἀλήτην,
                                                           «Δεν έκανες καλά τον άμοιρο που χτύπησες ζητιάνο'
                    οὐλόμεν᾿, εἰ δή πού τις ἐπουράνιος θεός ἐστιν.
                                                           Που ξέρεις αν δεν είναι, δύστυχε, κανείς θεός ουράνιος;
               485                                         Συχνά οι θεοί, την όψη αλλάζοντας λογής λογής, παρόμοιοι
                    καί τε θεοὶ ξείνοισιν ἐοικότες ἀλλοδαποῖσι,   με αλλόξενους θνητούς, αγνώριστοι τις πολιτείες γυρνούνε,
                    παντοῖοι τελέθοντες, ἐπιστρωφῶσι πόληας,   να δουν μαθές ποιοί άνθρωποι είναι άνομοι και ποιοι κρατούν το
                    ἀνθρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες.»   δίκιο.»
                    ὣς ἄρ᾿ ἔφαν μνηστῆρες, ὁ δ᾿ οὐκ ἐμπάζετο μύθων.   Τέτοια οι μνηστήρες λόγια του 'λεγαν, μα κείνος τ᾿ αψηφούσε.
                    Τηλέμαχος δ᾿ ἐν μὲν κραδίῃ μέγα πένθος ἄεξε
                                                           Με πικραμένα κι ο Τηλέμαχος στεκόταν σπλάχνα, ως είδε

               490  βλημένου, οὐδ᾿ ἄρα δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ   να τον χτυπούν, μα από τα μάτια του δε βγήκε δάκρυ, μόνο
                    βλεφάροιϊν,                           την κεφαλή του εκίνησε άλαλος, λογιώντας το χαμό τους.
                    ἀλλ᾿ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.   Η Πηνελόπη πάλι η φρόνιμη, σαν έφτασε στ᾿ αφτιά της
                    τοῦ δ᾿ ὡς οὖν ἤκουσε περίφρων Πηνελόπεια   στο αρχονταρίκι πως τον χτύπησαν, μιλούσε με τις σκλάβες:
                    βλημένου ἐν μεγάρῳ, μετ᾿ ἄρα δμῳῇσιν ἔειπεν:   « Και σένα ας ρίξει, θέ μου, ο Απόλλωνας ο τρανοσαγιτάρης!»
                    «αἴθ᾿ οὕτως αὐτόν σε βάλοι κλυτότοξος Ἀπόλλων.»

               495  τὴν δ᾿ αὖτ᾿ Εὐρυνόμη ταμίη πρὸς μῦθον ἔειπεν:   Γυρνώντας τότε κι η κελάρισσα της μίλησε Ευρυνόμη:
                    «εἰ γὰρ ἐπ᾿ ἀρῇσιν τέλος ἡμετέρῃσι γένοιτο:   «Αλήθεια, αν ήταν οι κατάρες μας να πιάναν, από τούτους
                    οὐκ ἄν τις τούτων γε ἐύ̈θρονον Ἠῶ ἵκοιτο.»   ως την Αυγή την ομορφόθρονη ποιος θα 'χε πια απομείνει;»
                    τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
                    «μαῖ᾿, ἐχθροὶ μὲν πάντες, ἐπεὶ κακὰ μηχανόωνται:   «Όλοι κακά μας κλώθουν, μάνα μου, και τους οχτρεύουμαι όλους,

               500  Ἀντίνοος δὲ μάλιστα μελαίνῃ κηρὶ ἔοικε.   μα μόνο τον Αντίνοο μίσησα σαν του χαμού τη Λάμια!
                    ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα   Δω μέσα κάποιος ξένος άμοιρος τον έχει σπρώξει η ανέχεια
                    ἀνέρας αἰτίζων: ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει:   και τριγυρίζει ζητιανεύοντας απ᾿ τους μνηστήρες κάτι᾿
                    ἔνθ᾿ ἄλλοι μὲν πάντες ἐνέπλησάν τ᾿ ἔδοσάν τε,   όλοι του δώκαν και τον γέμισαν δοσίματα, μονάχα
                    οὗτος δὲ θρήνυι πρυμνὸν βάλε δεξιὸν ὦμον.»    αυτός με το σκαμνί τον χτύπησε δεξιά μεριά στον ώμο.»

               505  ἡ μὲν ἄρ᾿ ὣς ἀγόρευε μετὰ δμῳῇσι γυναιξίν,   Όση ώρα εκείνη με τις σκλάβες της μιλούσε καθισμένη
   213   214   215   216   217   218   219   220   221   222   223