Page 13 - Aiswpou mithoi
P. 13
«Πάµε, είπε ο σκύλος στο
λύκο. Θα χαρεί πολύ ο - Μήπως... µήπως περισσεύει και
κύριος µου να έχει δυο για µένα κανένα πιάτο φαγητό για
φύλακες...».
να φυλάω κι εγώ το σπίτι;
- Ου! απάντησε ο σκύλος. Το
αφεντικό θα χαρεί πολύ να έχει δυο
φύλακες. Από φαγητό µη σε
νοιάζει. Θα τρως µε την ψυχή σου.
Έλα κοντά µου.
- Μια στιγµή, θέλω, να σε ρωτήσω
κάτι, του είπε ο λύκος. Αυτό που
έχεις στο λαιµό σου, τι είναι;
- Αυτό; Είναι ένας πέτσινος
λαιµοδέτης.
- Και... γιατί τον φοράς;
- Μου τον φοράει το αφεντικό µου.
Από αυτό µε δένει µε την αλυσίδα.
- Σε δένει µε... την αλυσίδα;
- Ναι. Τις περισσότερες ώρες είµαι
δεµένος µε µια αλυσίδα.
- Α, ξάδερφε! του είπε τότε ο λύκος.
- Γειά σου, του απάντησε ο σκύλος Αυτά τα πράγµατα δε µου αρέσουν
και στάθηκε να κουβεντιάσει µαζί εµένα. Προτιµώ να γυρίζω νηστικός
του. στο δάσος και να 'χω την ελευθερία
- Γιατί κάνεις συνέχεια βόλτες; τον µου, παρά να είµαι χορτάτος και
ρώτησε ο λύκος. δεµένος µε µια αλυσίδα. Άντε γεια
- Α, τις βόλτες τις κάνω µετά το σου. Τρέχω στο όµορφό µου
φαγητό, για να χωνέψω, δάσος! ∆εν µπορώ εγώ να
αποκρίθηκε ο σκύλος. υποφέρω τη σκλαβιά!
Ο λύκος γούρλωσε τα µάτια του
από θαυµασµό και ζήλια.
- Ώστε... τρως τόσο πολύ; του είπε.
- Ναι, τρώγω όσο θέλω. Το
αφεντικό µου µε ταΐζει καλά, γιατί
του φυλάω το σπίτι.
Ο λύκος άρχισε να ξερογλείφεται.
-Και... τι τρως, αν επιτρέπεται;
ρώτησε.
- Ό,τι πεθυµήσει η ψυχή µου.
Κρέας, κόκαλα, ψωµί,
περισσεύµατα από φαγητά...
- Και... κάθε πότε τρως;
- Τρεις φορές την ηµέρα. Πρωί,
µεσηµέρι και βράδυ.