Page 9 - Μάρτιος
P. 9
ΠΑΛΑΙΟΓΡΑΦΗΜΑ:
«ΕΤΣΙ ΗΤΑΝΕ» λιτανείας η βοή, που έφτανε απ’ τον άλλο
δρόμο, κρυφή τρεμούλα τούχυσε στα σωτικά·
Συνηθίζουμε να γιορτάζουμε τις εθνικές μας ο νους του σάλεψε άξαφνα.
επετείους με μακροσκελείς -Έφτασα! Τ’ άρματά μου!
λόγους και βαρύγδουπες εκφράσεις, με Ορθός τινάχτηκε σαν παλληκάρι. Ανάλλαγος,
επίσημες γιορτές και αμφιλεγόμενες ανάμαλλος ζώστηκε το σπαθί. Και βγήκε.
παρελάσεις. Πώς ένιωθαν όμως οι ίδιοι οι Τα μάτια αγριωπά στυλώνει γύρω του. Κάτι σα
αγωνιστές του 21 εκείνη την να ζητή. Το κανόνι και το τουφέκι γεμίζει όλη
εποχή; Και πολύ περισσότερο, τι θα έλεγαν αν τη χώρα μ’ αμέτρητη βοή. Κόσμος πολύς στην
ήταν παρόντες σε μια γιορτή αγορά. Όλοι ντυμένοι τα καλά τους. Όλοι τ’
αφιερωμένη στην επέτειο της Επανάστασης; άρματα κρατούν και ρίχνουν!
-Παππού, σήκου, παππούλη! Σήμερα είναι Ο λαός παίζει με τη φαντασιά του το παιγνίδι
μέρα επίσημη! Τι φυλάς το στρώμα και αυτό, στο χρόνο μια φορά. Θέλει να
βογγάς; Όλο βογγάς κι όλο μαλώνεις, σώνει ξαναζωντανέψη τη μεγάλη εικόνα, έτσι για να
πια! Έβγα να ιδής! Έλα ν’ αλλάξης και να πας δη «πώς ήτανε» κι ο γέρος πάει να το πιστέψη.
στην αγορά. Ο κόσμος έχει πανηγύρι σήμερα. Βρίσκεται με ταγγόνι στης λιτανείας την ουρά,
Σάββατο Λαζάρου! κι ακολουθούν. Τέλος στους Τάφους έφτασαν.
Το μαθητούδι ζωηρό, καθώς μπήκε στο σπίτι, Εκεί χιλιάδες συναγμένοι στέκονται κι ακούν
έφυγε κιόλα. Τόξερε ο παππούς πως ήταν η έναν που βγάνει λόγο, μα ο λόγος είν’
τρανή. Παραμονή, της Έξοδος η μέρα. Αχ, ατέλειωτος. Ο γέρος ακούει, και δεν
τέτοια μέρα δε θα ξαναφανή, μήτε ο θεός να καταλαβαίνει. Ακούει, και καρτερεί· σαν κάτι
δώση! φαίνεται να καρτερή!
Τόξερε ο παππούς, κι αυτό από μέρες κι από -Ωρέ, δεν ήταν έτσι! κράζει με δυνατή φωνή.
νύχτες συλλογιόταν. Ο πονεμένος νους του Άφησε στη μέση τη γιορτή και πήρε το δρόμο
σερνότανε τριγύρω στη μεγάλη Θύμηση. Και πίσω για το σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται.
την περίμενε τη μέρα αυτή, σα νάτανε Βογκάει, στ’ αγγόνι δε μιλεί. Άξαφνα
ναρχόταν άλλη μια φορά, πρώτη φορά, του σταματάει. Εκεί κοντά του κάποιος τραγουδεί.
κάκου! Ένας τυφλός, χωριάτης διακονιάρης,
Μα του μικρού ταγγόνου οι χαρωπές φωνές στρωμένος καταγής, παίζει τη λύρα του και
του ξάφνισαν το νου. Κι εκεί, να πάλι το τραγουδεί. Λέει το θλιμμένο, το μοιρολόγι του
τρελόπαιδο μπροστά του. Άφησε τις τρεχάλες Μεσολογγιού.
για να ξαναρθή και να του γίνη πειρασμός και Ορθός ο γέρος, άσειστος ακούει. Βρύση πάνε
πάλι. τα μάτια του. Κλαίει ήσυχα, και δε μιλεί.
-Ακόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θα μου Τέλος κόπηκε το τραγούδι.
γίνης αυτού πέρα; Απόλυσε κι η εκκλησιά! -Να, ωρέ, έτσι ήτανε!
-Καλά, καλά, μωρέ παιδί, μη με μαλώνεις Αυτό είπε μοναχά. Και γύρισε στο σπίτι του
τόσο· γέρος είμαι, δε μπορώ να σηκωθώ. Εδώ και στον καϊμό του.
άσε με να σήπωμαι.
-Τι είπες; Δεν ακούς; Περνάει η Έξοδο! ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ 16/12/1911,
Αυτός ο λόγος χτύπησε το γέρο αλλόκοτα. Της από το βιβλίο ΜΕΓΑΛΑ ΧΡΟΝΙΑ Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ
ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΤΗΝΟΥ / ΜΑΡΤΙΟΣ 2020 9