Page 236 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 236

235




                    τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
                    «ξεῖν᾿, ἦ τοι μὲν ἐμὴν ἀρετὴν εἶδός τε δέμας τε   « Όποιες κι αν είναι, ξένε, οι χάρες μου, το ανάριμμα, τα κάλλη,

               125                                          μου τις αφάνισαν οι αθάνατοι τη μέρα που κινούσαν
                    ὤλεσαν ἀθάνατοι, ὅτε Ἴλιον εἰσανέβαινον
                                                            οι Αργίτες για την Τροία, κι αντάμα τους το ταίρι μου, ο
                    Ἀργεῖοι, μετὰ τοῖσι δ᾿ ἐμὸς πόσις ᾖεν Ὀδυσσεύς
                                                            Oδυσσέας!
                    εἰ κεῖνός γ᾿ ἐλθὼν τὸν ἐμὸν βίον ἀμφιπολεύοι,
                                                            Αλήθεια, εκείνος πίσω αν διάγερνε και νοιάζουνταν για μένα,
                    μεῖζον κε κλέος εἴη ἐμὸν καὶ κάλλιον οὕτως.
                                                            θα 'ταν και πιο μεγάλη η δόξα μου και πιο όμορφα τα πάντα.
                    νῦν δ᾿ ἄχομαι: τόσα γάρ μοι ἐπέσσευεν κακὰ δαίμων.
                                                            Μα τώρα λιώνω, τι μου σώριασε κακά ο θεός περίσσια'
               130  ὅσσοι γὰρ νήσοισιν ἐπικρατέουσιν ἄριστοι,   αυτοί που τα νησιά αφεντεύουνε κι οι πιο τρανοί είναι αρχόντοι
                    Δουλιχίῳ τε Σάμῃ τε καὶ ὑλήεντι Ζακύνθῳ,   στην πολυδασωμένη Ζάκυθο, στη Σάμη, στο Δουλίχι,
                    οἵ τ᾿ αὐτὴν Ἰθάκην εὐδείελον ἀμφινέμονται,   και στην Ιθάκη εδώ τη λιόβολη τρογύρα μένουν — όλοι
                    οἵ μ᾿ ἀεκαζομένην μνῶνται, τρύχουσι δὲ οἶκον.   με θέλουν άθελα μου ταίρι τους και καταλύουν το βίος μας.
                    τῷ οὔτε ξείνων ἐμπάξομαι οὔθ᾿ ἱκετάων   Γι αυτό για ξένους πια δε γνοιάζουμαι, μηδέ για ικέτες, μήτε

               135                                          γι᾿ αυτούς που στου λαού τη δούλεψη κρατιούνται — για τους
                    οὔτε τι κηρύκων, οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν:   κράχτες᾿
                    ἀλλ᾿ Ὀδυσῆ ποθέουσα φίλον κατατήκομαι ἦτορ.   τον Οδυσσέα ποθώ που μου 'λειψε κι απ᾿ τον καημό του λιώνω.
                    οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν: ἐγὼ δὲ δόλους τολυπεύω.
                                                            Κι αυτοί το γάμο θέλουν γρήγορα, κι εγώ τους κλώθω όλους'
                    φᾶρος μέν μοι πρῶτον ἐνέπνευσε φρεσὶ δαίμων,
                                                            πρώτα το νου μου κάποιος φώτισε θεός, στην κάμαρα μου
                    στησαμένῃ μέγαν ἱστόν, ἐνὶ μεγάροισιν ὑφαίνειν,
                                                            τρανό αργαλειό να στήσω, θέλοντας πανί να υφάνω τάχα,
               140  λεπτὸν καὶ περίμετρον: ἄφαρ δ᾿ αὐτοῖς μετέειπον:   πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά τους είπα τότε:
                    «κοῦροι, ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος Ὀδυσσεύς,   ,, Εσείς οι νιοι που με γυρεύετε, μια κι ο Oδυσσέας εχάθη,
                    μίμνετ᾿ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε φᾶρος   για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
                    ἐκτελέσω--μή μοι μεταμώνια νήματ᾿ ὄληται--   καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου πάν χαμένα.
                    Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν   Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω για την ώρα

               145  μοῖρ᾿ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο:   που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοίρα᾿
                    μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,   να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
                    αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.    τάχα πως κοίτεται ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη."
                    «ὣς ἐφάμην, τοῖσιν δ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς ἀγήνωρ.   Έτσι τους μίλησα, κι η πέρφανη καρδιά τους τ᾿ αποδέχτη.
                    ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκον μέγαν ἱστόν,   Κι αλήθεια όλη τη μέρα δούλευα το ατέλειωτο πανί μου,

               150  νύκτας δ᾿ ἀλλύεσκον, ἐπεὶ δαί̈δας παραθείμην.   και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινα στο φως δαδιών που άναβαν.
                    ὣς τρίετες μὲν ἔληθον ἐγὼ καὶ ἔπειθον Ἀχαιούς:   Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος μου πλανεύοντας τους όλους'
                    ἀλλ᾿ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,   πάνω στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
                    μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾿ ἤματα πόλλ᾿ ἐτελέσθη,   κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
                    καὶ τότε δή με διὰ δμῳάς, κύνας οὐκ ἀλεγούσας,   τούτες οι σκύλες το μαρτύρησαν, οι αδιάντροπες μου δούλες'

               155  εἷλον ἐπελθόντες καὶ ὁμόκλησαν ἐπέεσσιν.   κι ήρθαν εκείνοι και με τσάκωσαν κι είπαν βαριές κουβέντες.
                    ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσα, καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾿, ὑπ᾿ ἀνάγκης:  Γι αυτό και στανικώς ξετέλεψα το φάσιμο, αθελά μου
                    νῦν δ᾿ οὔτ᾿ ἐκφυγέειν δύναμαι γάμον οὔτε τιν᾿ ἄλλην   Τώρα το γάμο πια δε γίνεται να τον ξεφύγω, κι άλλη
                    μῆτιν ἔθ᾿ εὑρίσκω: μάλα δ᾿ ὀτρύνουσι τοκῆες   βουλή δε βρίσκω να με γλίτωνε᾿ να παντρευτώ με σπρώχνουν
                    γήμασθ᾿, ἀσχαλάᾳ δὲ πάϊς βίοτον κατεδόντων,   κι οι δυο γονιοί μου᾿ και κατάλαβε κι ό γιος μου και θυμώνει

               160  γιγνώσκων: ἤδη γὰρ ἀνὴρ οἶός τε μάλιστα   που τρων το βιος του᾿ πια μου τράνεψε, μπορεί σαν άντρας
                    οἴκου κήδεσθαι, τῷ τε Ζεὺς κῦδος ὀπάζει.   τώρα,
                    ἀλλὰ καὶ ὥς μοι εἰπὲ τεὸν γένος, ὁππόθεν ἐσσί.   που ο Δίας τιμή και δόξα του 'δωκε, να γνοιάζεται το σπίτι.
                    οὐ γὰρ ἀπὸ δρυός ἐσσι παλαιφάτου οὐδ᾿ ἀπὸ   Μα κι έτσι, πες μου ποια η πατρίδα σου και ποια η γενιά σου;
                    πέτρης.»                                βράχου
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   μαθές για δρυ δεν είσαι γέννημα, που λεν τα παραμύθια!»
   231   232   233   234   235   236   237   238   239   240   241