Page 238 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 238

237




                    τηκομένης δ᾿ ἄρα τῆς ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες:   κι ως λιώνει, τα ποτάμια φούσκωσαν και κατεβάζουν — όμοια
                    ὣς τῆς τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης,   κι εκείνη έχυνε δάκρυα κι έλιωνε το μηλοπρόσωπό της,
                    κλαιούσης ἑὸν ἄνδρα παρήμενον. αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   κι έκλαιε τον άντρα της, που κάθουνταν μπροστά της, μα ο
                                                            Οδυσσέας,

               210  θυμῷ μὲν γοόωσαν ἑὴν ἐλέαιρε γυναῖκα,   κι αν τη γυναίκα του που δέρνουνταν βαθιά ψυχοπονιόταν,
                    ὀφθαλμοὶ δ᾿ ὡς εἰ κέρα ἕστασαν ἠὲ σίδηρος   όμως τα μάτια εκράτει ασάλευτα στα βλέφαρα, απ᾿ ατσάλι
                    ἀτρέμας ἐν βλεφάροισι: δόλῳ δ᾿ ὅ γε δάκρυα κεῦθεν.   για κέρατο λες κι ήταν, κι έκρυβε με πονηριά τα δάκρυα.
                    ἡ δ᾿ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο,   Κι εκείνη, σύντας πια αποχόρτασε το δάκρυ και το θρήνο,
                    ἐξαῦτίς μιν ἔπεσσιν ἀμειβομένη προσέειπε:   ξαναδευτέρωσε τα λόγια της κι αυτά του συντυχαίνει:

               215                                          «Ξένε, η στιγμή θαρρώ πως έφτασε να δοκιμάσω, αλήθεια
                    «νῦν μὲν δή σευ, ξεῖνέ γ᾿, ὀί̈ω πειρήσεσθαι,   τον άντρα μου αν τον καλοσκάμνισες στο αρχοντικό σου μέσα
                    εἰ ἐτεὸν δὴ κεῖθι σὺν ἀντιθέοις ἑτάροισι   με τους ισόθεους τους συντρόφους του, καθώς μου λες: για πες
                    ξείνισας ἐν μεγάροισιν ἐμὸν πόσιν, ὡς ἀγορεύεις.   μου
                    εἰπέ μοι ὁπποῖ᾿ ἄσσα περὶ χροὶ̈ εἵματα ἕστο,   σαν τι λογής ήταν τα ρούχα του που στο κορμί φορούσε;
                    αὐτός θ᾿ οἷος ἔην, καὶ ἑταίρους, οἵ οἱ ἕποντο.»
                                                            κι ο ίδιος πως έδειχνε κι οι σύντροφοι, μαζί του που κινούσαν;»

               220  τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                               «Κυρά μου, να σου πω σα δύσκολο, τόσος καιρός που εδιάβη,
                    «ὦ γύναι, ἀργαλέον τόσσον χρόνον ἀμφὶς ἐόντα   τα που γυρεύεις᾿ κιόλας είκοσι πέρασαν χρόνια, αφόντας
                    εἰπέμεν: ἤδη γάρ οἱ ἐεικοστὸν ἔτος ἐστὶν   έφυγε εκείνος κείθε κι άφησε τη γη την πατρική μου.
                    ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβη καὶ ἐμῆς ἀπελήλυθε πάτρης:   Μα κι έτσι θα σου πω τον άντρα σου στο νου μου πως διανεύει:
                    αὐτάρ τοι ἐρέω ὥς μοι ἰνδάλλεται ἦτορ.

               225  χλαῖναν πορφυρέην οὔλην ἔχε δῖος Ὀδυσσεύς,   Τον Οδυσσέα το θείο με κόκκινο, σγουρό μαντί θυμούμαι,
                    διπλῆν: αὐτάρ οἱ περόνη χρυσοῖο τέτυκτο   διπλόφαρδο, ψηλά που το 'κλεινε χρυσό το κλειδωτήρι
                    αὐλοῖσιν διδύμοισι: πάροιθε δὲ δαίδαλον ἦεν:   με δυο θηλύκια, κι είχε απάνω του στολίδι σκαλισμένο'
                    ἐν προτέροισι πόδεσσι κύων ἔχε ποικίλον ἐλλόν,   σκύλος στα δυο του πόδια παρδαλό κρατούσε λαφομόσκι,
                    ἀσπαίροντα λάων: τὸ δὲ θαυμάζεσκον ἅπαντες,   που όπως το δάγκανε, σπαρτάριζε᾿ κι όλοι θαμάζαν που ήταν
               230  ὡς οἱ χρύσεοι ἐόντες ὁ μὲν λάε νεβρὸν ἀπάγχων,   από χρυσάφι, κι όμως έβλεπες το σκύλο να το πνίγει,
                    αὐτὰρ ὁ ἐκφυγέειν μεμαὼς ἤσπαιρε πόδεσσι.   και να ταράζει αυτό τα πόδια του, ζητώντας να γλιτώσει.
                    τὸν δὲ χιτῶν᾿ ἐνόησα περὶ χροὶ̈ σιγαλόεντα,   θυμούμαι εφόρειε κι ένα λιόφωτο χιτώνα στο κορμί του,
                    οἷόν τε κρομύοιο λοπὸν κάτα ἰσχαλέοιο:   τη γυαλιστή τη φλούδα ως να 'βλεπες από ξερό κρομμύδι'
                    τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ᾿ ἦν ἠέλιος ὥς:   τόσο αγανός μαθές σου φάνταζε, να λάμπει σαν τον ήλιο.
               235  ἦ μὲν πολλαί γ᾿ αὐτὸν ἐθηήσαντο γυναῖκες.   Πολλές νοικοκυρές θωρώντας τον τη χάρη του θαμάξαν.
                    ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν:   Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα, και συ στο νου σου βαλ 'το:
                    οὐκ οἶδ᾿ ἢ τάδε ἕστο περὶ χροὶ̈ οἴκοθ᾿ Ὀδυσσεύς,   Δεν ξέρω αν ο Oδυσσέας στο σπίτι του φορούσε τέτοια ρούχα,
                    ἦ τις ἑταίρων δῶκε θοῆς ἐπὶ νηὸς ἰόντι,   για αν κάποιος σύντροφος του τα 'δωκε, μες στο γοργό καράβι
                    ἤ τίς που καὶ ξεῖνος, ἐπεὶ πολλοῖσιν Ὀδυσσεὺς   καθώς κινούσε, για και φίλος του᾿ και ποιος δεν αγαπούσε

               240  ἔσκε φίλος: παῦροι γὰρ Ἀχαιῶν ἦσαν ὁμοῖοι.    τον Οδυσσέα; Πολλοί δε βρέθηκαν Αργίτες να του μοιάζουν!
                    καί οἱ ἐγὼ χάλκειον ἄορ καὶ δίπλακα δῶκα   Χαλκό σπαθί κι εγώ του χάρισα, κι ακροσειραδωμένο
                    καλὴν πορφυρέην καὶ τερμιόεντα χιτῶνα,   χιτώνα, κι όλικο, διπλόφαρδο μαντί πανώριο, κι έτσι
                    αἰδοίως δ᾿ ἀπέπεμπον ἐϋσσέλμου ἐπὶ νηός.   στο καλοκούβερτο τον ξέβγαλα καράβι τιμημένα.
                    καὶ μέν οἱ κῆρυξ ὀλίγον προγενέστερος αὐτοῦ   Κι ένας μαζί του κράχτης πήγαινε, σα λίγο πιο μεγάλος'

               245  εἵπετο: καὶ τόν τοι μυθήσομαι, οἷος ἔην περ.   και να σου πω κι αυτός πως έδειχνε: με στρογγυλούς τους
                    γυρὸς ἐν ὤμοισιν, μελανόχροος, οὐλοκάρηνος,   ώμους,
                    Εὐρυβάτης δ᾿ ὄνομ᾿ ἔσκε: τίεν δέ μιν ἔξοχον ἄλλων   μελαχροινός, και στο κεφάλι του σγουραίναν τα μαλλιά του.
                    ὧν ἑτάρων Ὀδυσεύς, ὅτι οἱ φρεσὶν ἄρτια ᾔδη.»   Τον κράζαν Ευρυβάτη᾿ ανάμεσα στους συντρόφους του τούτον
   233   234   235   236   237   238   239   240   241   242   243