Page 241 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 241

240




                    πάντας ἐπ᾿ ἀνθρώπους, πολλοί τέ μιν ἐσθλὸν   του διαλαλούν οι ξένοι τ᾿ όνομα, κι η δόξα του σκορπιέται
                    ἔειπον.»                                σε όλο τον κόσμο, και μελέτησαν πολλοί την αρχοντιά του.»

               335  τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                               «Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
                    «ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος,     φλοκάτες και σεντόνια λιόλαμπρα καθόλου δε μ᾿ αρέσουν
                    ἦ τοι ἐμοὶ χλαῖναι καὶ ῥήγεα σιγαλόεντα   απ'τον καιρό που τα χιονόσκεπα της Κρήτης όρη αφήκα
                    ἤχθεθ᾿, ὅτε πρῶτον Κρήτης ὄρεα νιφόεντα   κι έφυγα απάνω στο μακρόκουπο καράβι για τα ξένα.
                    νοσφισάμην ἐπὶ νηὸς ἰὼν δολιχηρέτμοιο,

               340                                          Λέω να πλαγιάσω ως τότε, ξάγρυπνες που οι νύχτες μου
                    κείω δ᾿ ὡς τὸ πάρος περ ἀύ̈πνους νύκτας ἴαυον:   διάβαιναν
                    πολλὰς γὰρ δὴ νύκτας ἀεικελίῳ ἐνὶ κοίτῃ   δεν είναι λίγες που 'χω σε άβολο πλαγιάσει ως τώρα στρώμα,
                    ἄεσα καί τ᾿ ἀνέμεινα ἐύ̈θρονον Ἠῶ δῖαν.   τη θείαν Αυγή την ομορφόθρονη να φτάσει καρτερώντας.
                    οὐδέ τί μοι ποδάνιπτρα ποδῶν ἐπιήρανα θυμῷ   Μηδέ και θέλω, ως λες, ποδόλουτρο στα πόδια μου να κάνουν,
                    γίγνεται: οὐδὲ γυνὴ ποδὸς ἅψεται ἡμετέροιο
                                                            μηδέ καμιά από τις γυναίκες σου το πόδι μου ν᾿ αγγίξει,
               345  τάων αἵ τοι δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασιν,   απ᾿ όσες στο παλάτι βρίσκουνται και κάνουν τις δουλειές σου.
                    εἰ μή τις γρηῦς ἔστι παλαιή, κεδνὰ ἰδυῖα,   Εξόν γριά καμιά κι αν βρίσκεται κοντά σου μυαλωμένη,
                    ἥ τις δὴ τέτληκε τόσα φρεσὶν ὅσσα τ᾿ ἐγώ περ:   γριά πολύ, που νά'χει βάσανα, καθώς εγώ, περάσει'
                    τῇ δ᾿ οὐκ ἂν φθονέοιμι ποδῶν ἅψασθαι ἐμεῖο.»   σ᾿ αυτήν μετά χαράς τα πόδια μου ν᾿ αφήσω να τ᾿ αγγίξει.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:   Και τότε η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:

               350  «ξεῖνε φίλ': οὐ γάρ πώ τις ἀνὴρ πεπνυμένος ὧδε   «Ξένε καλέ, κανείς στο σπίτι μου δεν ήρθε απ᾿ άλλα μέρη
                    ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα,   ξένος, που πιο να τον συμπάθησα για την πολλή του γνώση'
                    ὡς σὺ μάλ᾿ εὐφραδέως πεπνυμένα πάντ᾿ ἀγορεύεις:   τι είναι ό,τι βγάζεις απ᾿ το στόμα σου στοχαστικά και δίκιο,
                    ἔστι δέ μοι γρηὺ̈ς πυκινὰ φρεσὶ μήδε᾿ ἔχουσα   Έχω στ᾿ αλήθεια μια γερόντισσα με νου κυβερνημένο,
                    ἣ κεῖνον δύστηνον ἐὺ̈ τρέφεν ἠδ᾿ ἀτίταλλε,   αυτή που εβύζαξε κι ανάστησε το δόλιο εκείνο, η πρώτη,

               355  δεξαμένη χείρεσσ᾿, ὅτε μιν πρῶτον τέκε μήτηρ,   που σαν τον γέννησε η μητέρα του, τον δέχτηκε στα χέρια'
                    ἥ σε πόδας νίψει, ὀλιγηπελέουσά περ ἔμπης.   τούτη, κι ας είναι δίχως δύναμη, τα πόδια θα σου πλύνει.
                    ἀλλ᾿ ἄγε νῦν ἀνστᾶσα, περίφρων Εὐρύκλεια,   Μον᾿ έλα τώρα, σήκω, πλύνε τον, Ευρύκλεια μυαλωμένη,
                    νίψον σοῖο ἄνακτος ὁμήλικα: καί που Ὀδυσσεὺς   το συνομήλικο του αφέντη σου. Ποιος ξέρει, κι ο Οδυσσέας
                    ἤδη τοιόσδ᾿ ἐστὶ πόδας τοιόσδε τε χεῖρας:   τέτοια μπορεί ποδάρια σήμερα και τέτοια χέρια να 'χει'

               360                                          γερνούν τον άνθρωπο τα βάσανα μαθές και πριν της ώρας.»
                    αἶψα γὰρ ἐν κακότητι βροτοὶ καταγηράσκουσιν.»    Αυτά είπε εκείνη, κι η γερόντισσα τα κλάματα κινούσε,
                    ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρηὺ̈ς δὲ κατέσχετο χερσὶ πρόσωπα,
                                                            την όψη μες στα χέρια κρύβοντας, κι αυτά θρηνώντας είπε:
                    δάκρυα δ᾿ ἔκβαλε θερμά, ἔπος δ᾿ ὀλοφυδνὸν ἔειπεν:
                                                            «Αχ, γιε μου, εγώ για σένα η δύστυχη! Πιό απ᾿ όλους τους
                    «ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος: ἦ σε περὶ Ζεὺς
                                                            ανθρώπους
                    ἀνθρώπων ἤχθηρε θεουδέα θυμὸν ἔχοντα.
                                                            το φόβο των θεών κι ας ένιωθες, σ᾿ οχτρεύτη ο Δίας αλήθεια!
               365  οὐ γάρ πώ τις τόσσα βροτῶν Διὶ τερπικεραύνῳ   Κανείς στο Δία τον κεραυνόχαρο δεν έχει κάψει τόσα
                    πίονα μηρί᾿ ἔκη᾿ οὐδ᾿ ἐξαίτους ἑκατόμβας,   παχιά μεριά, βοδιών δεν πρόσφερε τρανές θυσίες κανένας,
                    ὅσσα σὺ τῷ ἐδίδους, ἀρώμενος ἧος ἵκοιο   καθώς εσύ, και δέουσουν, κάποτε σε γερατιά να φτάσεις
                    γῆράς τε λιπαρὸν θρέψαιό τε φαίδιμον υἱόν:   μακαρισμένα και περίλαμπρο το γιο σου ν᾿ αναστήσεις'
                    νῦν δέ τοι οἴῳ πάμπαν ἀφείλετο νόστιμον ἦμαρ.   και τώρα μόνο εσένα αρνήστηκε του γυρισμού τη μέρα!

               370  οὕτω που καὶ κείνῳ ἐφεψιόωντο γυναῖκες   Ποιος ξέρει, να του φέρνουνται άσκημα μπορεί κι εκείνου οι
                    ξείνων τηλεδαπῶν, ὅτε τευ κλυτὰ δώμαθ᾿ ἵκοιτο,   δούλες,
                    ὡς σέθεν αἱ κύνες αἵδε καθεψιόωνται ἅπασαι,   σα φτάνει σε τρανό αρχοντόσπιτο, μακριά στα ξένα κάπου —
                    τάων νῦν λώβην τε καὶ αἴσχεα πόλλ᾿ ἀλεείνων   καθώς και σένα δα σου φέρθηκαν οι σκύλες τούτες όλες.
                    οὐκ ἐάας νίζειν: ἐμὲ δ᾿ οὐκ ἀέκουσαν ἄνωγε   Για να ξεφύγεις τα τακρόλογα και την καταλαλιά τους,
   236   237   238   239   240   241   242   243   244   245   246