Page 245 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 245

244




                    εὖ νυ καὶ αὐτὸς ἐγὼ φράσομαι καὶ εἴσομ᾿ ἑκάστην:   Μια μια θα τις γνωρίσω μόνος μου καί θα τις καταλάβω'
                    ἀλλ᾿ ἔχε σιγῇ μῦθον, ἐπίτρεψον δὲ θεοῖσιν.»   μόνο κλειστό το στόμα κράτησε και στους θεούς μπιστέψου.»
                    ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρηὺ̈ς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει   Αυτά είπε, κι η γριά την κάμαρα προσδιάβη, για να φέρει
                    οἰσομένη ποδάνιπτρα: τὰ γὰρ πρότερ᾿ ἔκχυτο πάντα.   νερό, να πλύνει τα ποδάρια του, μια και το πρώτο εχύθη᾿

               505  αὐτὰρ ἐπεὶ νίψεν τε καὶ ἤλειψεν λίπ᾿ ἐλαίῳ,   κι αφού του τα 'πλυνε και τ᾿ άλειψε με λάδι πλούσια, κείνος
                    αὖτις ἄρ᾿ ἀσσοτέρω πυρὸς ἕλκετο δίφρον Ὀδυσσεὺς   ξανά με το σκαμνί του εσίμωσε να ζεσταθεί στο τζάκι,
                    θερσόμενος, οὐλὴν δὲ κατὰ ῥακέεσσι κάλυψε.   κι είχε το νου του τα κουρέλια του να κρύβουν το σημάδι.
                    τοῖσι δὲ μύθων ἦρχε περίφρων Πηνελόπεια:   Το λόγο η Πηνελόπη η φρόνιμη ξανά κινούσε πρώτη:
                    «ξεῖνε, τὸ μέν σ᾿ ἔτι τυτθὸν ἐγὼν εἰρήσομαι αὐτή:   «Ακόμα κάτι, ξένε, θα᾿ θελα μικρό να σε ρωτήσω'

               510  καὶ γὰρ δὴ κοίτοιο τάχ᾿ ἔσσεται ἡδέος ὥρη,   της βλογημένης της ξεκούρασης η ώρα σε λίγο φτάνει
                    ὅν τινά γ᾿ ὕπνος ἕλοι γλυκερός, καὶ κηδόμενόν περ.   γι᾿ αυτόν που μ᾿ όλα του τα βάσανα σε ύπνο γλυκό απογέρνει᾿
                    αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ πένθος ἀμέτρητον πόρε δαίμων:   όμως εμένα ο θεός σε αρίφνητα τυράννια μ᾿ έχει ρίξει'
                    ἤματα μὲν γὰρ τέρπομ᾿ ὀδυρομένη, γοόωσα,   τις μέρες γόζουμαι και δέρνουμαι, κι άλλη χαρά δέν έχω,
                    ἔς τ᾿ ἐμὰ ἔργ᾿ ὁρόωσα καὶ ἀμφιπόλων ἐνὶ οἴκῳ:   και μόνο τις δουλειές μου γνοιάζουμαι και πιστατώ τις δούλες.

               515                                          Μα σαν πλακώσει η νύχτα κι οι άνθρωποι να ξαποστάσουν
                    αὐτὰρ ἐπὴν νὺξ ἔλθῃ, ἕλῃσί τε κοῖτος ἅπαντας,   γέρνουν,
                    κεῖμαι ἐνὶ λέκτρῳ, πυκιναὶ δέ μοι ἀμφ᾿ ἀδινὸν κῆρ
                                                            μονάχα εγώ στο στρώμα κοίτουμαι, και την καρδιά μου τρώνε
                    ὀξεῖαι μελεδῶνες ὀδυρομένην ἐρέθουσιν.
                                                            έγνοιες ακοίμητες, ως μύρουμαι, βαριές, σπαράζοντας τη.
                    ὡς δ᾿ ὅτε Πανδαρέου κούρη, χλωρηὶ̈ς ἀηδών,
                                                            Η κόρη του Πανδάρεου τ᾿ όμορφο τραγούδι πως αρχίζει,
                    καλὸν ἀείδῃσιν ἔαρος νέον ἱσταμένοιο,
                                                            η Αηδόνα η χλωροπράσινη, άνοιξη σα φτάσει, μες στα φύλλα
               520  δενδρέων ἐν πετάλοισι καθεζομένη πυκινοῖσιν,   των δέντρων τα πυκνά καθούμενη, κι αφήνει τη φωνή της
                    ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν,   τη δυνατή ν᾿ απλώσει ολόγυρα, κι όλο σκοπούς αλλάζει,
                    παῖδ᾿ ὀλοφυρομένη Ἴτυλον φίλον, ὅν ποτε χαλκῷ   καί το παιδί της κλαίει τον Ίτυλο, του βασιλιά του Ζήθου
                    κτεῖνε δι᾿ ἀφραδίας, κοῦρον Ζήθοιο ἄνακτος,   το γιο, που από αστοχία της κάποτε τον είχε θανατώσει'
                    ὣς καὶ ἐμοὶ δίχα θυμὸς ὀρώρεται ἔνθα καὶ ἔνθα,   έτσι και μένα ο νους διχόγνωμος μια δω, μια κει με σέρνει'

               525  ἠὲ μένω παρὰ παιδὶ καὶ ἔμπεδα πάντα φυλάσσω,   τάχα κοντά στο γιο μου μένοντας τα πάντα ν᾿ αφεντεύω,
                    κτῆσιν ἐμήν, δμῶάς τε καὶ ὑψερεφὲς μέγα δῶμα,   το βιος μου, το τρανό άαηλόροφο παλάτι και τις δούλες,
                    εὐνήν τ᾿ αἰδομένη πόσιος δήμοιό τε φῆμιν,   και να ντραπώ την κλίνη του άντρα μου και τις φωνές του κόσμου;
                    ἦ ἤδη ἅμ᾿ ἕπωμαι Ἀχαιῶν ὅς τις ἄριστος   για ν᾿ ακλουθήξω τον τρανότερο, που πιο πολλά θα δώσει
                    μνᾶται ἐνὶ μεγάροισι, πορὼν ἀπερείσια ἕδνα.   απ᾿ όσους Αχαιούς γυναίκα τους γυρεύουν να με πάρουν;

               530  παῖς δ᾿ ἐμὸς ἧος ἔην ἔτι νήπιος ἠδὲ χαλίφρων,   Κι ο γιος μου, πρώτα που ήταν άπλερος, μωρό παιδί, στο σπίτι
                    γήμασθ᾿ οὔ μ᾿ εἴα πόσιος κατὰ δῶμα λιποῦσαν:   του αντρός μου μ᾿ έδενε, δε μ᾿ άφηνε να παντρευτώ, να φύγω,
                    νῦν δ᾿ ὅτε δὴ μέγας ἐστὶ καὶ ἥβης μέτρον ἱκάνει,   Μα τώρα πια που μου μεγάλωσε και γίνη παλικάρι,
                    καὶ δή μ᾿ ἀρᾶται πάλιν ἐλθέμεν ἐκ μεγάροιο,   θέλει να φύγω από το σπίτι μας, στα πατρικά να στρέψω'
                    κτήσιος ἀσχαλόων, τήν οἱ κατέδουσιν Ἀχαιοί.   το βιος μαθές του κακοφαίνεται που του το τρων οι Αργίτες.
               535                                          Μα τώρα τ᾿ όνειρο ξεδιάλυνε που είδα στον ύπνο — γρίκα!
                    ἀλλ᾿ ἄγε μοι τὸν ὄνειρον ὑπόκριναι καὶ ἄκουσον.
                                                            Μες στην αυλή μου χήνες είκοσι το μουσκεμένο στάρι
                    χῆνές μοι κατὰ οἶκον ἐείκοσι πυρὸν ἔδουσιν
                                                            μου τρώγαν, κι η καρδιά μου εχαίρουνταν που τις θωρούσα᾿
                    ἐξ ὕδατος, καί τέ σφιν ἰαίνομαι εἰσορόωσα:
                                                            ξάφνου
                    ἐλθὼν δ᾿ ἐξ ὄρεος μέγας αἰετὸς ἀγκυλοχείλης
                    πᾶσι κατ᾿ αὐχένας ἦξε καὶ ἔκτανεν: οἱ δ᾿ ἐκέχυντο   αϊτός απ᾿ το βουνό κατέβηκε, γιγάντιος, γαντζομύτης,
                                                            και το λαιμό ολονώ τσακίζοντας νεκρές τις ρίχνει χάμου

               540  ἀθρόοι ἐν μεγάροις, ὁ δ᾿ ἐς αἰθέρα δῖαν ἀέρθη.   σωρό μες στην αυλή, κι υψώθηκε μετά στο θείον αιθέρα.
                    αὐτὰρ ἐγὼ κλαῖον καὶ ἐκώκυον ἔν περ ὀνείρῳ,   Κι εγώ βογγούσα μέσα στ᾿ όνειρο, τα κλάματα με πνίγαν
                    ἀμφὶ δ᾿ ἔμ᾿ ἠγερέθοντο ἐϋπλοκαμῖδες Ἀχαιαί,   κι οι καλοπλέξουδες Αργίτισσες με ζώσαν, που θρηνούσα
                    οἴκτρ᾿ ὀλοφυρομένην ὅ μοι αἰετὸς ἔκτανε χῆνας.    γεμάτη πίκρα για τις χήνες μου, που 'χεν ο αϊτός σκοτώσει.
   240   241   242   243   244   245   246   247   248   249   250