Page 246 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 246
245
ἂψ δ᾿ ἐλθὼν κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐπὶ προὔχοντι μελάθρῳ, Κι αυτός γυρνώντας πίσω κάθισε κατακορφής της στέγης,
545 φωνῇ δὲ βροτέῃ κατερήτυε φώνησέν τε: και με λαλιά μιλούσε ανθρώπινη και με παρηγορούσε:
«‘θάρσει, Ἰκαρίου κούρη τηλεκλειτοῖο: ,, Κόρη του Ικάριου του περίλαμπρου, κουράγιο! κι είναι αλήθεια
οὐκ ὄναρ, ἀλλ᾿ ὕπαρ ἐσθλόν, ὅ τοι τετελεσμένον αυτά που βλέπεις, δεν είναι όνειρο, θα βγουν σωστά σε λίγο.
ἔσται. Ο αϊτός ο που 'δες ήταν ο άντρας σου, κι οι χήνες οι μνηστήρες'
χῆνες μὲν μνηστῆρες, ἐγὼ δέ τοι αἰετὸς ὄρνις είμαι ο καλός σου, που ξανάγεψα στη γη την πατρική μου
ἦα πάρος, νῦν αὖτε τεὸς πόσις εἰλήλουθα,
550 ὃς πᾶσι μνηστῆρσιν ἀεικέα πότμον ἐφήσω.’ και σ᾿ όλους τους μνηστήρες θάνατο κακό γοργά θα δώσω.
«ὣς ἔφατ᾿, αὐτὰρ ἐμὲ μελιηδὴς ὕπνος ἀνῆκε: Αυτά είπε, κι ο γλυκός που μ᾿ έδενε μεμιάς μ᾿ αφήκεν ύπνος,
παπτήνασα δὲ χῆνας ἐνὶ μεγάροισι νόησα κι είδα, τα μάτια όπως κυκλόφερα, τις χήνες στην αυλή μου
πυρὸν ἐρεπτομένους παρὰ πύελον, ἧχι πάρος περ.» να τρώνε δίπλα στο σκαφίδι τους, καθώς και πριν, το στάρι.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
Ὀδυσσεύς:
555 «ὦ γύναι, οὔ πως ἔστιν ὑποκρίνασθαι ὄνειρον «Ποιος θα μπορούσε αλήθεια τ᾿ όνειρο, κυρά, να ξεδιαλύνει
ἄλλῃ ἀποκλίναντ᾿, ἐπεὶ ἦ ῥά τοι αὐτὸς Ὀδυσσεὺς αλλιώς γυρνώντας το; το ξήγησε τώρα ο Oδυσσέας ατός του,
πέφραδ᾿ ὅπως τελέει: μνηστῆρσι δὲ φαίνετ᾿ ὄλεθρος πβς θα 'βγει᾿ πια χαμός αεύγατος ζυγώνει τους μνηστήρες
πᾶσι μάλ᾿, οὐδέ κέ τις θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξει.» όλους᾿ τη μοίρα και το θάνατο δε θα γλιτώσει ουτ᾿ ένας!»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνάει κι απηλογιέται:
560 «ξεῖν᾿, ἦ τοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυθοι «Μωρόλογα και κούφια, ξένε μου, πολλά ειν᾿ απ᾿ τα όνειρά μας᾿
γίγνοντ᾿, οὐδέ τι πάντα τελείεται ἀνθρώποισι. το κάθε τι μαθές που βλέπουμε δε βγαίνει αλήθεια πάντα.
δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων: Τα ονείρατα τ᾿ αγεροφάνταχτα διπλές τις πόρτες έχουν,
αἱ μὲν γὰρ κεράεσσι τετεύχαται, αἱ δ᾿ ἐλέφαντι: τη μια από κέρατο, από φίλντισι την άλλη᾿ κι όσα τύχει
τῶν οἳ μέν κ᾿ ἔλθωσι διὰ πριστοῦ ἐλέφαντος, να βγουν περνώντας άπ᾿ το φίλντισι το καλοδουλεμένο,
565 μας αναμπαίζουν, λόγια ψεύτικα και κούφια φέρνοντας μας.
οἵ ῥ᾿ ἐλεφαίρονται, ἔπε᾿ ἀκράαντα φέροντες: Μα όσα απ᾿ τις πόρτες που από κέρατο μαστορεύτηκαν
οἱ δὲ διὰ ξεστῶν κεράων ἔλθωσι θύραζε, βγαίνουν,
οἵ ῥ᾿ ἔτυμα κραίνουσι, βροτῶν ὅτε κέν τις ἴδηται. σε όποιον θνητό τα ιδεί ξεδιάλυναν αληθινά σε λίγο.
ἀλλ᾿ ἐμοὶ οὐκ ἐντεῦθεν ὀί̈ομαι αἰνὸν ὄνειρον Ωστόσο εκείθε εμένα τ᾿ ονειρο το φοβερό, φοβούμαι,
ἐλθέμεν: ἦ κ᾿ ἀσπαστὸν ἐμοὶ καὶ παιδὶ γένοιτο.
δεν ήρθε, που χαρά θα γέμιζε και μένα και το γιο μου.
570 Κάτι άλλο τώρα εγώ θα σου 'λεγα, και συ στο νου σου βαλ᾿ το:
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δ᾿ ἐνὶ φρεσὶ βάλλεο σῇσιν: Ζυγώνει, να τη, η αυγή η κατάρατη, που απ᾿ του Οδυσσέα το
ἥδε δὴ ἠὼς εἶσι δυσώνυμος, ἥ μ᾿ Ὀδυσῆος
σπίτι
οἴκου ἀποσχήσει: νῦν γὰρ καταθήσω ἄεθλον,
θα με χωρίσει᾿ το αποφάσισα πια τώρα εγώ, δοκίμι
τοὺς πελέκεας, τοὺς κεῖνος ἐνὶ μεγάροισιν ἑοῖσιν
θα βάλω τα πελέκια, που άλλοτε σαν καραβιού παγίδια
ἵστασχ᾿ ἑξείης, δρυόχους ὥς, δώδεκα πάντας:
στύλωνε εκείνος, κι ήταν δώδεκα σε μια γραμμή στημένα,
575 στὰς δ᾿ ὅ γε πολλὸν ἄνευθε διαρρίπτασκεν ὀϊστόν. κι από μακριά πολύ σαϊτεύοντας τα διαπερνούσεν όλα.
νῦν δὲ μνηστήρεσσιν ἄεθλον τοῦτον ἐφήσω: Τέτοιο δοκίμι τώρα μελετώ να βάλω στους μνηστήρες'
ὃς δέ κε ῥηί̈τατ᾿ ἐντανύσῃ βιὸν ἐν παλάμῃσι όποιος τανύσει απ᾿ όλους εύκολα στα χέρια το δοξάρι,
καὶ διοϊστεύσῃ πελέκεων δυοκαίδεκα πάντων, και τη σαγίτα από τα δώδεκα πελέκια διαπεράσει,
τῷ κεν ἅμ᾿ ἑσποίμην, νοσφισσαμένη τόδε δῶμα μ᾿ αυτόν μαζί θα πάω, μακραίνοντας από το σπίτι ετούτο,
580 κουρίδιον, μάλα καλόν, ἐνίπλειον βιότοιο: που μ᾿ είδε νιόπαντρη, πανέμορφο κι από αγαθά γεμάτο,
τοῦ ποτὲ μεμνήσεσθαι ὀί̈ομαι ἔν περ ὀνείρῳ.» και που κι αργότερα, σαν στ᾿ όνειρο, θαρρώ θα το θυμούμαι.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
«ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος, «Του αρχοντικού Οδυσσέα συντρόφισσα, κυρά μου τιμημένη,
μηκέτι νῦν ἀνάβαλλε δόμοις ἔνι τοῦτον ἄεθλον: πια το δοκίμι στο παλάτι σου ν᾿ αργήσει μην αφήνεις'