Page 243 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 243
242
δώρα που του 'ταξε. Κι ο Αυτόλυκος κι οι γιοί του, σαν τον είδαν,
415 χερσίν τ᾿ ἠσπάζοντο ἔπεσσί τε μειλιχίοισι: ποκαρδιάς το χέρι του 'σφιγγαν και τον καλωσόριζαν.
μήτηρ δ᾿ Ἀμφιθέη μητρὸς περιφῦσ᾿ Ὀδυσῆϊ Κι ήρθε η Αμφιθέα και τον αγκάλιασε, της μάνας του η μητέρα,
κύσσ᾿ ἄρα μιν κεφαλήν τε καὶ ἄμφω φάεα καλά. και στο κεφάλι τον εφίλησε, στα δυο πανώρια μάτια.
Αὐτόλυκος δ᾿ υἱοῖσιν ἐκέκλετο κυδαλίμοισι Κι ο Αυτόλυκος αμέσως᾿ πρόσταξε τους δοξασμένους γιους του
δεῖπνον ἐφοπλίσσαι: τοὶ δ᾿ ὀτρύνοντος ἄκουσαν, το γιόμα να συντάξουν, κι άκουσαν τους ορισμούς του εκείνοι'
420 αὐτίκα δ᾿ εἰσάγαγον βοῦν ἄρσενα πενταέτηρον: αρσενικό, πενταχρονίτικο να σφάξουν βόδι φέρνουν,
τὸν δέρον ἀμφί θ᾿ ἕπον, καί μιν διέχευαν ἅπαντα, κι αφού το γδάραν, το συγύρισαν και το 'κοψαν πιδέξια,
μίστυλλόν τ᾿ ἄρ᾿ ἐπισταμένως πεῖράν τ᾿ ὀβελοῖσιν, το λιάνισαν μετά και πέρασαν στις σούβλες τα κομμάτια'
ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας. κι ως στη φωτιά με τέχνη τα 'ψησαν, χώριζαν τις μερίδες.
ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ἐς ἠέλιον καταδύντα Έτσι, ως του ήλιου τα βασιλέματα καθούμενοι, όλη μέρα,
425 δαίνυντ᾿, οὐδέ τι θυμὸς ἐδεύετο δαιτὸς ἐί̈σης: τρώγαν και πίναν, κι είχε, ως ταίριαζε, καθείς το μερτικό του.
ἦμος δ᾿ ἠέλιος κατέδυ καὶ ἐπὶ κνέφας ἦλθεν, Κι όντας ο γήλιος πια βασίλεψε και πήραν τα σκοτάδια,
δὴ τότε κοιμήσαντο καὶ ὕπνου δῶρον ἕλοντο. πλάγιασαν έπειτα και φράθηκαν την άγια του ύπνου χάρη.
ἦμος δ᾿ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς, Κι η Αυγή σα φάνη η πουρνογέννητη και ροδοδαχτυλάτη,
βάν ῥ᾿ ἴμεν ἐς θήρην, ἠμὲν κύνες ἠδὲ καὶ αὐτοὶ κυνήγι είπαν να βγουν, και τράβηξαν λαγωνικά κι ατοί τους
430 υἱέες Αὐτολύκου: μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς οι γιοί του Αυτόλυκου, και πίσω τους ερχόταν ο Οδυσσέας᾿
ἤϊεν: αἰπὺ δ᾿ ὄρος προσέβαν καταειμένον ὕλῃ στο απόγκρεμο, το δασοφούντωτο του Παρνασού ανεβήκαν
Παρνησοῦ, τάχα δ᾿ ἵκανον πτύχας ἠνεμοέσσας. βουνό και φτάσαν στ᾿ ανεμόδαρτα φαράγγια του σε λίγο.
Ἠέλιος μὲν ἔπειτα νέον προσέβαλλεν ἀρούρας Την ώρα ο γήλιος που πρωτόριχνεν, απ᾿ το βαθύ κινώντας
ἐξ ἀκαλαρρείταο βαθυρρόου Ὠκεανοῖο, τον Ωκεανό τον αργοσάλευτο, το φως του στα χωράφια,
435 οἱ δ᾿ ἐς βῆσσαν ἵκανον ἐπακτῆρες: πρὸ δ᾿ ἄρ᾿ αὐτῶν φτάναν σε λόγγο οι κυνηγάρηδες᾿ οι σκύλοι ομπρός τους παίρναν
ἴχνι᾿ ἐρευνῶντες κύνες ἤϊσαν, αὐτὰρ ὄπισθεν κι οσμίζουνταν τ᾿ αχνάρια τρέχοντας, κι οι γιοί ξοπίσω έρχονταν
υἱέες Αὐτολύκου: μετὰ τοῖσι δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς του Αυτόλυκου, κι ο αρχοντογέννητος πλάι στα σκυλιά Oδυσσέας
ἤϊεν ἄγχι κυνῶν, κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος. μαζί τραβούσε, το μακρόισκιωτο κοντάρι του κουνώντας.
ἔνθα δ᾿ ἄρ᾿ ἐν λόχμῃ πυκινῇ κατέκειτο μέγας σῦς: Στο λόγγο μέσα κάπρος βρέθηκε να κοίτεται μεγάλος'
440 τὴν μὲν ἄρ᾿ οὔτ᾿ ἀνέμων διάει μένος ὑγρὸν ἀέντων, οι άνεμοι οι νοτεροί δεν έφταναν εκεί βαθιά φυσώντας,
οὔτε μιν Ἠέλιος φαέθων ἀκτῖσιν ἔβαλλεν, μηδέ κι ο Γήλιος με τις διάφωτες αχτίδες το περνούσε,
οὔτ᾿ ὄμβρος περάασκε διαμπερές: ὣς ἄρα πυκνὴ μηδέ η βροχή το χώμα ενότιζε᾿ τόσο πυκνός ο λόγγος,
ἦεν, ἀτὰρ φύλλων ἐνέην χύσις ἤλιθα πολλή. κι ακόμα είχε ένα γύρο αρίφνητα στη γη πεσμένα φύλλα.
τὸν δ᾿ ἀνδρῶν τε κυνῶν τε περὶ κτύπος ἦλθε ποδοῖϊν, Το ποδοβόλι τότε ακούγοντας, που έκαναν κυνηγώντας
445 ὡς ἐπάγοντες ἐπῇσαν: ὁ δ᾿ ἀντίος ἐκ ξυλόχοιο οι αγριμολόοι κι οι σκύλοι, χύθηκεν όξω απ᾿ το λόγγο αντίκρυ,
φρίξας εὖ λοφιήν, πῦρ δ᾿ ὀφθαλμοῖσι δεδορκώς, με σηκωμένη τρίχα, κι έβγαζαν φωτιές τα δυο του μάτια'
στῆ ῥ᾿ αὐτῶν σχεδόθεν: ὁ δ᾿ ἄρα πρώτιστος μα ως κοντοζύγωσε, κατάττρωτος του ρίχτηκε ο Οδυσσέας
Ὀδυσσεὺς στο δυνατό κρατώντας χέρι του τ᾿ ολόμακρο κοντάρι
ἔσσυτ᾿ ἀνασχόμενος δολιχὸν δόρυ χειρὶ παχείῃ, ψηλά, να τον χτυπήσει᾿ πρόλαβε, λοξά χιμώντας, όμως
οὐτάμεναι μεμαώς: ὁ δέ μιν φθάμενος ἔλασεν σῦς
450 γουνὸς ὕπερ, πολλὸν δὲ διήφυσε σαρκὸς ὀδόντι ο κάπρος και τον βρήκε, κι έσκισε το δόντι του τη σάρκα
λικριφὶς ἀί̈ξας, οὐδ᾿ ὀστέον ἵκετο φωτός. πάνω απ᾿ το γόνατο κι ανέβλαβο το γόνατο του αφήκε.
τὸν δ᾿ Ὀδυσεὺς οὔτησε τυχὼν κατὰ δεξιὸν ὦμον, Μα κι ο Oδυσσέας τον κάπρο πέτυχε δεξιά στην πλάτη απάνω,
ἀντικρὺ δὲ διῆλθε φαεινοῦ δουρὸς ἀκωκή: κι απ᾿ το κοντάρι του το λιόφωτο βγήκε ο χαλκός αντίκρυ.
κὰδ δ᾿ ἔπεσ᾿ ἐν κονίῃσι μακών, ἀπὸ δ᾿ ἔπτατο θυμός. Μουγκρίζοντας στις σκόνες έπεσε και πέταξε η ψυχή του.
455 τὸν μὲν ἄρ᾿ Αὐτολύκου παῖδες φίλοι ἀμφεπένοντο, Τον κάπρο ευτύς οι γιοι του Αυτόλυκου να συγυρίσουν τρέξαν,
ὠτειλὴν δ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος ἀντιθέοιο και την πληγή του ισόθεου, του άψεγου γνοιάστηκαν Οδυσσέα᾿