Page 248 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 248

247





                                                   ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -Υ-



               -    Ἀὐτὰρ ὁ ἐν προδόμῳ εὐνάζετο δῖος Ὀδυσσεύς:   Στ᾿ ομπρός χαγιάτι κι ο αρχοντόγεννος επλάγιασε Οδυσσέας'
               20-   κὰμ μὲν ἀδέψητον βοέην στόρεσ᾿, αὐτὰρ ὕπερθε   άργαστο στρώνει βοϊδοτόμαρο στη γη, κι απάνω ρίχνει
                    κώεα πόλλ᾿ ὀί̈ων, τοὺς ἱρεύεσκον Ἀχαιοί:   πολλές προβιές, από τα που 'σφαζαν αρνιά να φαν οι Αργίτες'
                    Εὐρυνόμη δ᾿ ἄρ᾿ ἐπὶ χλαῖναν βάλε κοιμηθέντι.   κι ως έγειρε, μια κάπα του 'ριξε στις πλάτες η Ευρυνόμη.

               5                                           Εκεί ο Oδυσσέας κοιτόταν άγρυπνος, κι ο νους του των
                    ἔνθ᾿ Ὀδυσεὺς μνηστῆρσι κακὰ φρονέων ἐνὶ θυμῷ   μνηστήρων
                    κεῖτ᾿ ἐγρηγορόων: ταὶ δ᾿ ἐκ μεγάροιο γυναῖκες   το χαλασμό εμελέτα. Κι έβγαιναν απ᾿ το παλάτι οι δούλες
                    ἤϊσαν, αἳ μνηστῆρσιν ἐμισγέσκοντο πάρος περ,   να παν ξανά να ερωτοσμίξουνε με τους μνηστήρες όξω,
                    ἀλλήλῃσι γέλω τε καὶ εὐφροσύνην παρέχουσαι.   και γελαστές, καταχαρούμενες μιλούσε η μια στην άλλη.
                    τοῦ δ᾿ ὠρίνετο θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισι:
                                                           Κι αυτός εντός του να ταράζεται γρικούσε την καρδιά του,
               10   πολλὰ δὲ μερμήριζε κατὰ φρένα καὶ κατὰ θυμόν,   και πλήθιοι λογισμοί στα φρένα του διάβαιναν — τι να κάνει;
                    ἠὲ μεταί̈ξας θάνατον τεύξειεν ἑκάστῃ,   να τρέξει πίσω τους και θάνατο γραμμή να δώσει σ᾿ όλες;
                    ἦ ἔτ᾿ ἐῷ μνηστῆρσιν ὑπερφιάλοισι μιγῆναι   για και ν᾿ αφήσει με τους άνομους να σμίξουνε μνηστήρες —
                    ὕστατα καὶ πύματα, κραδίη δέ οἱ ἔνδον ὑλάκτει.   στερνή μαθές φορά κι ολόστερνη; Βαθιά η καρδιά του αλίχτα.
                    ὡς δὲ κύων ἀμαλῇσι περὶ σκυλάκεσσι βεβῶσα   Πως τρέχει η σκύλα γύρω στ᾿ άπλερα μικρά της και γαυγίζει

               15   ἄνδρ᾿ ἀγνοιήσασ᾿ ὑλάει μέμονέν τε μάχεσθαι,   θωρώντας άνθρωπο ξενόφερτο, και ν᾿ αρπαχτεί γυρεύει᾿
                    ὥς ῥα τοῦ ἔνδον ὑλάκτει ἀγαιομένου κακὰ ἔργα:   όμοια η καρδιά του άλιχτα κι έβραζε για τ᾿ άνομά τους έργα.
                    στῆθος δὲ πλήξας κραδίην ἠνίπαπε μύθῳ:   Και τότε χτύπησε το στήθος του και λέει μαλώνοντας τη:
                    «τέτλαθι δή, κραδίη: καὶ κύντερον ἄλλο ποτ᾿ ἔτλης.   «Καρδιά μου, βάστα! Πόνο βάσταξες ακόμα πιο σκυλίσιο
                    ἤματι τῷ ὅτε μοι μένος ἄσχετος ἤσθιε Κύκλωψ   τη μέρα εκείνη που ο Πολύφημος στην άγρια μάνητά του

               20                                          τους αντρειανούς συντρόφους σου 'τρωγε, και συ βαστούσες,
                    ἰφθίμους ἑτάρους: σὺ δ᾿ ἐτόλμας, ὄφρα σε μῆτις   ώσπου
                    ἐξάγαγ᾿ ἐξ ἄντροιο ὀϊόμενον θανέεσθαι.»   μια πονηριά απ᾿ το σπήλιο σ᾿ έβγαλε, πια το χαμό ως θωρούσες.»
                    ὣς ἔφατ᾿, ἐν στήθεσσι καθαπτόμενος φίλον ἦτορ:   Αυτά της έλεγε αποπαίρνοντας στα στήθη την καρδιά του,
                    τῷ δὲ μάλ᾿ ἐν πείσῃ κραδίη μένε τετληυῖα   κι αυτή τον άκουσε και βάσταξε, να μην ξεσπάσει η οργή της'
                    νωλεμέως: ἀτὰρ αὐτὸς ἑλίσσετο ἔνθα καὶ ἔνθα.
                                                           όμως εκείνος στριφογύριζε μια δω, μια κει στο στρώμα.

               25   ὡς δ᾿ ὅτε γαστέρ᾿ ἀνὴρ πολέος πυρὸς αἰθομένοιο,   Πως πάνω σε μεγάλη που άναψε φωτιά πιθώνει κάποιος
                    ἐμπλείην κνίσης τε καὶ αἵματος, ἔνθα καὶ ἔνθα   κοιλιά από ξίγκι κι αίμα ξέχειλη, και τη στριφογυρίζει,
                    αἰόλλῃ, μάλα δ᾿ ὦκα λιλαίεται ὀπτηθῆναι,   και λαχταράει μιαν ώρα αρχύτερα να του βρεθεί ψημένη'
                    ὣς ἄρ᾿ ὅ γ᾿ ἔνθα καὶ ἔνθα ἑλίσσετο, μερμηρίζων   όμοια κι εκείνος στριφογύριζε, και λόγιαζε στα φρένα
                    ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσει   πως στους μνηστήρες τους ξαδιάντροπους βαρύ θα βάλει χέρι,

               30   μοῦνος ἐὼν πολέσι. σχεδόθεν δέ οἱ ἦλθεν Ἀθήνη   ένας αυτός σε πλήθιους. Άξαφνα την Αθηνά είδε ομπρός του,
                    οὐρανόθεν καταβᾶσα: δέμας δ᾿ ἤϊκτο γυναικί:   κατεβασμένη από τον Όλυμπο, με είδη θνητής γυναίκας.
                    στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε:   Και στάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι του κι αυτά τα λόγια του 'πε:
                    «τίπτ᾿ αὖτ᾿ ἐγρήσσεις, πάντων περὶ κάμμορε φωτῶν;  «Εσύ, στον κόσμο ο πιο τρισάμοιρος, για δεν κοιμάσαι πάλι;
                    οἶκος μέν τοι ὅδ᾿ ἐστί, γυνὴ δέ τοι ἥδ᾿ ἐνὶ οἴκῳ   Να το το σπίτι σου! Το ταίρι σου, κι αυτό στο σπίτι μέσα,

               35   καὶ, πάϊς, οἷόν πού τις ἐέλδεται ἔμμεναι υἷα.»   κι ο γιος σου τέτοιος που ονειρεύεται κάθε πατέρας να 'χει.»
                    τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος της μίλησε Oδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Αλήθεια, όσα, θεά, μολόγησες σωστά και δίκια είναι όλα'
                    «ναὶ δὴ ταῦτά γε πάντα, θεά, κατὰ μοῖραν ἔειπες:   μα ό νους μου αναρωτιέται αδιάκοπα βαθιά στα φρένα τούτο'
                    ἀλλά τί μοι τόδε θυμὸς ἐνὶ φρεσὶ μερμηρίζει,   πως στους μνηστήρες τους αδιάντροπους βαρύ θα βάλω χέρι,
                    ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφήσω,
   243   244   245   246   247   248   249   250   251   252   253