Page 252 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 252
251
Ὀδυσσεύς: «Απ᾿ τους θεούς να το 'βρουν, άμποτε μια μέρα να πλερώσουν
«αἲ γὰρ δή, Εὔμαιε, θεοὶ τισαίατο λώβην,
170 ἣν οἵδ᾿ ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανόωνται την ανομία τους, Εύμαιε, τ᾿ άδικα, κακά που κλώθουν έργα
οἴκῳ ἐν ἀλλοτρίῳ, οὐδ᾿ αἰδοῦς μοῖραν ἔχουσιν.» σε ξένο σπίτι μπαινοβγαίνοντας᾿ σταλιά ντροπή δεν έχουν!»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, Τέτοια σταύρωναν συνάλληλος τους εκείνοι λόγια τότε.
ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν. Σε λίγο, κι ο Μελάνθιος σίμωσε με δυο βοσκούς μαζί του,
αἶγας ἄγων αἳ πᾶσι μετέρεπον αἰπολίοισι, ο γιδολάτης, απ᾿ τις μάντρες του τις πιο παχιές του γίδες
175 δεῖπνον μνηστήρεσσι. δύω δ᾿ ἅμ᾿ ἕποντο νομῆες. λαλώντας, οι μνηστήρες να 'χουνε στο γιόμα τους να τρώνε.
καὶ τὰς μὲν κατέδησεν ὑπ᾿ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ, Κι αφού τις έδεσε στο αχόλαλο μπροστά χαγιάτι, ατός του
αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα προσηύδα κερτομίοισι: στον Οδυσσέα γυρνώντας μίλησε με λόγια αγκιδωμένα-:
«ξεῖν᾿, ἔτι καὶ νῦν ἐνθάδ᾿ ἀνιήσεις κατὰ δῶμα «Και πάλε φόρτωμα θα σ᾿ έχουμε να τριγυρίζεις, ξένε,
ἀνέρας αἰτίζων, ἀτὰρ οὐκ ἔξεισθα θύραζε; μέσα στο σπίτι διακονεύοντας; γιατί δεν παίρνεις πόδι;
180 πάντως οὐκέτι νῶϊ διακρινέεσθαι ὀί̈ω Το δίχως άλλο δε χωρίζουμε, θαρρώ, χωρίς τους γρόθους
πρὶν χειρῶν γεύσασθαι, ἐπεὶ σύ περ οὐ κατὰ ο ένας του άλλου να δοκιμάσουμε᾿ σωστός δεν είναι ο τρόπος
κόσμον που ζητιανεύεις᾿ κι άλλα βρίσκουνται των Αχαιών τραπέζια!»
αἰτίζεις: εἰσὶν δὲ καὶ ἄλλαι δαῖτες Ἀχαιῶν.» Αυτά είπε, μα ο Oδυσσέας ο φρόνιμος δεν του αποκρίθη,
ὣς φάτο, τὸν δ᾿ οὔ τι προσέφη πολύμητις μόνο την κεφαλή του εκίνησε άλαλος, κακά στο νου λογιώντας.
Ὀδυσσεύς,
ἀλλ᾿ ἀκέων κίνησε κάρη, κακὰ βυσσοδομεύων.
185 τοῖσι δ᾿ ἐπὶ τρίτος ἦλθε Φιλοίτιος, ὄρχαμος ἀνδρῶν, Σε λίγο κι ο Φιλοίτιος έφτασε, στους δούλους μέσα ο πρώτος,
βοῦν στεῖραν μνηστῆρσιν ἄγων καὶ πίονας αἶγας. γίδες παχιές και στέρφα φέρνοντας γελάδα στους μνηστήρες.
πορθμῆες δ᾿ ἄρα τούς γε διήγαγον, οἵ τε καὶ ἄλλους Απ᾿ τη στεριά οι περαματάρηδες τους είχαν φέρει αντίκρυ,
ἀνθρώπους πέμπουσιν, ὅτις σφέας εἰσαφίκηται. που συνεβγάζουν όποιον άνθρωπο στο πέραμα τους φτάσει.
καὶ τὰ μὲν εὖ κατέδησεν ὑπ᾿ αἰθούσῃ ἐριδούπῳ, Τα ζωντανά μπροστά στο αχόλαλο καλόδεσε χαγιάτι,
190 αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ ἐρέεινε συβώτην ἄγχι παραστάς: κι αυτός τον Εύμαιο κοντοζύγωσε και τον ρωτούσε κι είπε:
«τίς δὴ ὅδε ξεῖνος νέον εἰλήλουθε, συβῶτα, «Ποιος να 'ναι τάχα ο ξένος που 'φτασε, χοιροβοσκέ,
ἡμέτερον πρὸς δῶμα; τέων δ᾿ ἐξ εὔχεται εἶναι ο καινούργιος στο σπίτι μας εδώ; Ποια πέτεται δικολογιά πως έχει;
ἀνδρῶν; ποῦ δέ νύ οἱ γενεὴ καὶ πατρὶς ἄρουρα; Η γης η πατρική κι η φύτρα του που βρίσκουνται στον κόσμο;
δύσμορος, ἦ τε ἔοικε δέμας βασιλῆϊ ἄνακτι: Ο δύστυχος! Με τέτοιο ανάριμμα ρηγάρχης πρέπει να 'ναι.
195 ἀλλὰ θεοὶ δυόωσι πολυπλάγκτους ἀνθρώπους, Ο άνθρωπος όμως που παράδειρε, και βασιλιάς αν είναι,
ὁππότε καὶ βασιλεῦσιν ἐπικλώσωνται ὀϊζύν.» καημούς σαν του 'κλωσαν οι αθάνατοι, στις ξενιτιές ρημάζει!»
ἦ καὶ δεξιτερῇ δειδίσκετο χειρὶ παραστάς, Αυτά είπε, και τον καλωσόρισε με το δεξιό του χέρι
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: σιμώνοντας τον, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του:
«χαῖρε, πάτερ ὦ ξεῖνε: γένοιτό τοι ἔς περ ὀπίσσω «Γεια σου, πατέρα ξένε, κι άμποτε να καλοριζικέψεις
200 ὄλβος: ἀτὰρ μὲν νῦν γε κακοῖς ἔχεαι πολέεσσι. στα χρόνια που θα 'ρθούν, τι βάσανα πολλά σε δέρνουν τώρα.
Ζεῦ πάτερ, οὔ τις σεῖο θεῶν ὀλοώτερος ἄλλος: Πατέρα Δία, θεός πιο αλύπητος άλλος κανείς δεν είναι!
οὐκ ἐλεαίρεις ἄνδρας, ἐπὴν δὴ γείνεαι αὐτός, Καν τους ανθρώπους δε σπλαχνίζεσαι που σέρνουν από σένα,
μισγέμεναι κακότητι καὶ ἄλγεσι λευγαλέοισιν. μόνο τους ρίχνεις σ᾿ άγρια βάσανα και σε βαριά τυράννια.
ἴδιον, ὡς ἐνόησα, δεδάκρυνται δέ μοι ὄσσε Ίδρωτας μ᾿ έκοψε θωρώντας τον, μου δάκρυσαν τα μάτια,
205 μνησαμένῳ Ὀδυσῆος, ἐπεὶ καὶ κεῖνον ὀί̈ω τον Οδυσσέα καθώς μου θύμισε᾿ κι εκείνος λέω παρόμοια
τοιάδε λαίφε᾿ ἔχοντα κατ᾿ ἀνθρώπους ἀλάλησθαι, κουρέλια θα 'χει παραδέρνοντας στης γης τα πλάτη ολούθε,
εἴ που ἔτι ζώει καὶ ὁρᾷ φάος ἠελίοιο. αν είναι στη ζωή και χαίρεται του ήλιου το φως ακόμα.
εἰ δ᾿ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀί̈δαο δόμοισιν, Μα αν ο Oδυσσέας ο άψεγος πέθανε κι είναι στον Άδη κάτω,
ὤ μοι ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆος ἀμύμονος, ὅς μ᾿ ἐπὶ βουσὶν αλί σε μένα που τον έχασα! τι αυτός μικρόν ακόμα