Page 256 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 256

255




               340  ὅς που τῆλ᾿ Ἰθάκης ἢ ἔφθιται ἢ ἀλάληται,   που παραδέρνει για σκοτώθηκε μακριά απ᾿ τη γη του κάπου:
                    οὔ τι διατρίβω μητρὸς γάμον, ἀλλὰ κελεύω   δε βάζω εμπόδιο εγώ στης μάνας μου το γάμο, μον᾿ τη σπρώχνω
                    γήμασθ᾿ ᾧ κ᾿ ἐθέλῃ, ποτὶ δ᾿ ἄσπετα δῶρα δίδωμι.   να παντρευτεί όποιον θέλει, κι άμετρα δίνω από πάνω δώρα.
                    αἰδέομαι δ᾿ ἀέκουσαν ἀπὸ μεγάροιο δίεσθαι   Μα να τη διώξω, από το σπίτι μας να φύγει αθέλητα της,
                    μύθῳ ἀναγκαίῳ: μὴ τοῦτο θεὸς τελέσειεν.»    το 'χω ντροπή᾿ μη δώσεις άδικο να κάμω τέτοιο, θέ μου!»

               345  ὣς φάτο Τηλέμαχος: μνηστῆρσι δὲ Παλλὰς Ἀθήνη   Είπε ο Τηλέμαχος, και σήκωσε τότε η Αθηνά Παλλάδα
                    ἄσβεστον γέλω ὦρσε, παρέπλαγξεν δὲ νόημα.   μες στους μνηστήρες γέλιο ακράτητο και θόλωσε το νου τους.
                    οἱ δ᾿ ἤδη γναθμοῖσι γελοίων ἀλλοτρίοισιν,   Λες κι ήταν ξένα τα σαγόνια τους που πήραν να γελούνε'
                    αἱμοφόρυκτα δὲ δὴ κρέα ἤσθιον: ὄσσε δ᾿ ἄρα σφέων  αίμα το κρέας που έτρωγαν στάλαζε, και πλημμύρισαν δάκρυα
                    δακρυόφιν πίμπλαντο, γόον δ᾿ ὠί̈ετο θυμός.   τα δυο τους μάτια, και τούς έρχουνταν σε θρήνους να ξεσπάσουν.

               350  τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:   Το λόγο πήρε ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρής:
                    «ἆ δειλοί, τί κακὸν τόδε πάσχετε; νυκτὶ μὲν ὑμέων   «Σαν τι κακό σας δέρνει, δύστυχοι, κι έχουν ζωστεί με νύχτα
                    εἰλύαται κεφαλαί τε πρόσωπά τε νέρθε τε γοῦνα.   και οι κεφαλές σας και τα πρόσωπα και χαμηλά τα γόνα;
                    οἰμωγὴ δὲ δέδηε, δεδάκρυνται δὲ παρειαί,   κι άναψε σύθρηνο, και γέμισαν τα μάγουλά σας δάκρυα,
                    αἵματι δ᾿ ἐρράδαται τοῖχοι καλαί τε μεσόδμαι:   και ραντισμένοι οι τοίχοι μ᾿ αίματα και τα ώρια μεσοδόκια'

               355  εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον, πλείη δὲ καὶ αὐλή,   ίσκιους πλημμύρισε κι η αυλόπορτα, κι η αυλή πλημμύρισε ίσκιους,
                    ἱεμένων Ἔρεβόσδε ὑπὸ ζόφον: ἠέλιος δὲ   που ξεκινούν στα μαύρα Τρίσκοτα να κατεβούν, κι ο γήλιος
                    οὐρανοῦ ἐξαπόλωλε, κακὴ δ᾿ ἐπιδέδρομεν ἀχλύς.»   από τα ουράνια εχάθη, κι άπλωσε βαριά καταχνιά ολούθε!»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἐπ᾿ αὐτῷ ἡδὺ γέλασσαν.  Αυτά είπε, και μαζί του γέλασαν με την καρδιά τους όλοι'
                    τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος, Πολύβου πάϊς, ἦρχ᾿ ἀγορεύειν:  κι ο Ευρύμαχος, ο γιος του Πόλυβου, το λόγο πήρε κι είπε:

               360  «ἀφραίνει ξεῖνος νέον ἄλλοθεν εἰληλουθώς.   «Χαμένα τα 'χει ο ξένος, που 'φτασε χτες το πρωί απ᾿ αλλούθε.
                    ἀλλά μιν αἶψα, νέοι, δόμου ἐκπέμψασθε θύραζε   Για συνεβγάλτε τον οι νιούτσικοι, να φύγει και να τρέξει
                    εἰς ἀγορὴν ἔρχεσθαι, ἐπεὶ τάδε νυκτὶ ἐί̈σκει.»   στην αγορά, μια και του φάνηκεν εδώ πως είναι νύχτα!»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Θεοκλύμενος θεοειδής:   Και του αποκρίθη ο Θεοκλύμενος ο θεοδιωματάρης:
                    «Εὐρύμαχ᾿, οὔ τί σ᾿ ἄνωγα ἐμοὶ πομπῆας ὀπάζειν:   «Δε σου ζητώ κανένα, Ευρύμαχε, για να με συνεβγάλει!

               365  εἰσί μοι ὀφθαλμοί τε καὶ οὔατα καὶ πόδες ἄμφω   Έχω τ᾿ αφτιά μου και τα μάτια μου, κι έχω τα δυο μου πόδια,
                    καὶ νόος ἐν στήθεσσι τετυγμένος οὐδὲν ἀεικής.   κι έχω και νου γερό στα στήθη μου, που όλα σωστά τα κρίνει.
                    τοῖς ἔξειμι θύραζε, ἐπεὶ νοέω κακὸν ὔμμιν   Με αυτά θα φύγω᾿ βλέπω πάνω σας τη συφορά να φτάνει.
                    ἐρχόμενον, τό κεν οὔ τις ὑπεκφύγοι οὐδ᾿ ἀλέαιτο   Να φύγει απ᾿ το κακό δε δύνεται και να γλιτώσει ουτ᾿ ένας
                    μνηστήρων, οἳ δῶμα κάτ᾿ ἀντιθέου Ὀδυσῆος   μνηστήρας — σεις που δε λογιάζετε κανέναν μες στο σπίτι

               370                                         του ισόθεου του Οδυσσέα και σε άνομα δουλεύει ο νους σας
                    ἀνέρας ὑβρίζοντες ἀτάσθαλα μηχανάασθε.»
                                                           έργα!»
                    ὣς εἰπὼν ἐξῆλθε δόμων εὖ ναιεταόντων,
                                                           Αυτά σαν είπε, απ᾿ το καλόχτιστο γοργά παλάτι εβγήκε,
                    ἵκετο δ᾿ ἐς Πείραιον, ὅ μιν πρόφρων ὑπέδεκτο.
                                                           κι ήρθε στου Πείραιου, που τον δέχτηκε με αγάπη. Κι οι μνηστήρες
                    μνηστῆρες δ᾿ ἄρα πάντες ἐς ἀλλήλους ὁρόωντες
                                                           ο ένας τον άλλο τότε κοίταξαν και ν᾿ αναμπαίζουν πήραν
                    Τηλέμαχον ἐρέθιζον, ἐπὶ ξείνοις γελόωντες:
                                                           όλοι τους ξένους του Τηλέμαχου, να τον αγκυλοχέψουν
               375  ὧδε δέ τις εἴπεσκε νέων ὑπερηνορεόντων:   κι έτσι φώναζαν απ᾿ τους νιούτσικους τους φαντασμένους κάποιοι:
                    «Τηλέμαχ᾿, οὔ τις σεῖο κακοξεινώτερος ἄλλος:   « Ξένους χειρότερους, Τηλέμαχε, κανείς δεν πέτυχε άλλος!
                    οἷον μέν τινα τοῦτον ἔχεις ἐπίμαστον ἀλήτην,   Για ιδές και τούτον τον κατάλερο, που τριγυρνάει τον κόσμο
                    σίτου καὶ οἴνου κεχρημένον, οὐδέ τι ἔργων   και μόνο τρώει και πίνει αχόρταγα, κι από δουλιές δεν ξέρει
                    ἔμπαιον οὐδὲ βίης, ἀλλ᾿ αὔτως ἄχθος ἀρούρης.   κι ουδέ από μάχες᾿ ανωφέλευτος τη γη βαραίνει μόνο!

               380   ἄλλος δ᾿ αὖτέ τις οὗτος ἀνέστη μαντεύεσθαι.   Κι ο άλλος — τον είδες που σηκώθηκε το μάντη να μας κάνει!
                    ἀλλ᾿ εἴ μοί τι πίθοιο, τό κεν πολὺ κέρδιον εἴη:   Μα αν να με ακούσεις θες — και θα 'σουνα πολύ πιο κερδεμένος
                    τοὺς ξείνους ἐν νηὶ̈ πολυκληῖ̈δι βαλόντες   —
                    ἐς Σικελοὺς πέμψωμεν, ὅθεν κέ τοι ἄξιον ἄλφοι.»   τους ξένους τούτους σε πολύσκαρμο να ρίξουμε Καράβι,
   251   252   253   254   255   256   257   258   259   260   261