Page 259 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 259

258




               40   ᾑρεῖτ᾿, ἀλλ᾿ αὐτοῦ μνῆμα ξείνοιο φίλοιο   δεν το 'παιρνε᾿ του φίλου το άφηνε να μένει θυμητάρι
                    κέσκετ᾿ ἐνὶ μεγάροισι, φόρει δέ μιν ἧς ἐπὶ γαίης.    στο αρχοντικό του᾿ στο βασίλειο του μονάχα το φορούσε.
                    ἡ δ᾿ ὅτε δὴ θάλαμον τὸν ἀφίκετο δῖα γυναικῶν   Σ᾿ αυτήν την κάμαρα σαν έφτασε των γυναικών το θάμα,
                    οὐδόν τε δρύϊνον προσεβήσετο, τόν ποτε τέκτων   το δρύινο πάτησε κατώφλι της, που μαραγκός τους το 'χε
                    ξέσσεν ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν,   ξύσει καλά με το σκεπάρνι του και γνοιαστικά σταφνίσει,

               45   ἐν δὲ σταθμοὺς ἄρσε, θύρας δ᾿ ἐπέθηκε φαεινάς,   και παραστάτες πάνω στήριξε και στραφταλούσες πόρτες.
                    αὐτίκ᾿ ἄρ᾿ ἥ γ᾿ ἱμάντα θοῶς ἀπέλυσε κορώνης,   Κι εκείνη το λουρί ξελάσκαρε γοργά από το κοράκι,
                    ἐν δὲ κληῖ̈δ᾿ ἧκε, θυρέων δ᾿ ἀνέκοπτεν ὀχῆας   και το κλειδί στην τρύπα χώνοντας ίσια να πάει το σπρώχνει,
                    ἄντα τιτυσκομένη: τὰ δ᾿ ἀνέβραχεν ἠύ̈τε ταῦρος   κι αναμεράει τους συρτές᾿ θα 'λεγες πως ταύρος σε λιβάδι
                    βοσκόμενος λειμῶνι: τόσ᾿ ἔβραχε καλὰ θύρετρα   είχε μουγκρίσει᾿ τέτοιο ανάδωκαν βαρύν αχό οι πανώριες

               50   πληγέντα κληί̈δι, πετάσθησαν δέ οἱ ὦκα.   οι πόρτες στου κλειδιού το σπρώξιμο για μια στιγμή, κι άνοιξαν.
                    ἡ δ᾿ ἄρ᾿ ἐφ᾿ ὑψηλῆς σανίδος βῆ: ἔνθα δὲ χηλοὶ   Κι εκείνη στο πατάρι ανέβηκε, που πάνω του πατούσαν
                    ἕστασαν, ἐν δ᾿ ἄρα τῇσι θυώδεα εἵματ᾿ ἔκειτο.   γραμμή οι κασέλες με τα ρούχα της τα μοσκοβολισμένα.
                    ἔνθεν ὀρεξαμένη ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον   Εκείθε απλώνοντας ξεκρέμασε το τόξο απ᾿ το παλούκι
                    αὐτῷ γωρυτῷ, ὅς οἱ περίκειτο φαεινός.   μαζί με το λαμπρά θηκάρι του, που το 'ντυνε ένα γύρο'

               55   ἑζομένη δὲ κατ᾿ αὖθι, φίλοις ἐπὶ γούνασι θεῖσα,   κι ως κάτω κάθισε, τα απίθωσε στα γόνατα, και πήρε
                    κλαῖε μάλα λιγέως, ἐκ δ᾿ ᾕρεε τόξον ἄνακτος.   να κλαίει πικρά, ξεθηκαρώνοντας του ρήγα το δοξάρι.
                    ἡ δ᾿ ἐπεὶ οὖν τάρφθη πολυδακρύτοιο γόοιο,   Μα όντας εκείνη πια αποχόρτασε το θρήνο και το δάκρυ,
                    βῆ ῥ᾿ ἴμεναι μέγαρόνδε μετὰ μνηστῆρας ἀγαυοὺς   να πάει στο αρχονταρίκι εκίνησε, στους αντρειανούς μνηστήρες,
                    τόξον ἔχουσ᾿ ἐν χειρὶ παλίντονον ἠδὲ φαρέτρην   το λυγιστό δοξάρι σφίγγοντας και το σαγιτολόγο,

               60   ἰοδόκον: πολλοὶ δ᾿ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί.   που 'κλεινε μέσα πολυστέναχτες αρίφνητες σαγίτες.
                    τῇ δ᾿ ἄρ᾿ ἅμ᾿ ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος  Μαζί της πήγαιναν κι οι βάγιες της με την κασέλα,
                    κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος.   που 'χε μέσα πολύ χαλκό και σίδερο — του ρήγα τα πελέκια.
                    ἡ δ᾿ ὅτε δὴ μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν,   Και τους μνηστήρες σαν αντίκρισε των γυναικών το θάμα,
                    στῆ ῥα παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο,   σε μια κολόνα δίπλα εστάθηκε της στέριας στέγης,

               65   ἄντα παρειάων σχομένη λιπαρὰ κρήδεμνα.   κι είχε κρυμμένα ολόγυρα τα μάγουλα με στραφτερή μαντίλα᾿
                    ἀμφίπολος δ᾿ ἄρα οἱ κεδνὴ ἑκάτερθε παρέστη.   κι οι μπιστεμένες βάγιες πήρανε δεξοζερβά της θέση.
                    αὐτίκα δὲ μνηστῆρσι μετηύδα καὶ φάτο μῦθον:   Και τότε στους μνηστήρες γύρισε κι αυτά μιλούσε κι είπε:
                    «κέκλυτέ μευ, μνηστῆρες ἀγήνορες, οἳ τόδε δῶμα   «Για ακουστέ μου, μνηστήρες πέρφανοι, που πέφτοντας σε τούτο
                    ἐχράετ᾿ ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν ἐμμενὲς αἰεὶ   το σπίτι απάνω τρώτε αδιάκοπα και πίνετε, τι λείπει

               70   ἀνδρὸς ἀποιχομένοιο πολὺν χρόνον: οὐδέ τιν᾿   από καιρό πολύν ο αφέντης του, κι άλλη καμιάν ως τώρα
                    ἄλλην                                  δεν είχατε να λέτε πρόφαση, παρά μονάχα έμενα,
                    μύθου ποιήσασθαι ἐπισχεσίην ἐδύνασθε,   να παντρευτώ μαθές με κάποιον σας και ταίρι του να γίνω'
                    ἀλλ᾿ ἐμὲ ἱέμενοι γῆμαι θέσθαι τε γυναῖκα.   ομπρός λοιπόν, μνηστήρες, όρισα για σας τρανό δοκίμι:
                    ἀλλ᾿ ἄγετε, μνηστῆρες, ἐπεὶ τόδε φαίνετ᾿ ἄεθλον.   Το τόξο βάζω του αρχοντόγεννου μπροστά σας Οδυσσέα'
                    θήσω γὰρ μέγα τόξον Ὀδυσσῆος θείοιο:

               75   ὃς δέ κε ῥηί̈τατ᾿ ἐντανύσῃ βιὸν ἐν παλάμῃσι   κι όποιος τανύσει απ᾿ όλους εύκολα στα χέρια το δοξάρι,
                    καὶ διοϊστεύσῃ πελέκεων δυοκαίδεκα πάντων,   και τη σαγίτα από τα δώδεκα πελέκια διαπεράσει,
                    τῷ κεν ἅμ᾿ ἑσποίμην, νοσφισσαμένη τόδε δῶμα   μ᾿ αυτόν μαζί θα πάω, μακραίνοντας από το σπίτι τούτο,
                    κουρίδιον, μάλα καλόν, ἐνίπλειον βιότοιο,   που μ᾿ είδε νιόπαντρη, πανέμορφο κι από αγαθά γεμάτο,
                    τοῦ ποτὲ μεμνήσεσθαι ὀί̈ομαι ἔν περ ὀνείρῳ.»    και που κι αργότερα, καν στ᾿ όνειρο, θαρρώ θα το θυμούμαι.»

               80   ὣς φάτο, καί ῥ᾿ Εὔμαιον ἀνώγει, δῖον ὑφορβόν,   Αυτά είπε, και τον Εύμαιο πρόσταξε, το θείο χοιροβοσκό τους,
                    τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον.   το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες
                    δακρύσας δ᾿ Εὔμαιος ἐδέξατο καὶ κατέθηκε:   να βάλει ομπρός᾿ κι αυτός τ᾿ απίθωσε με βουρκωμένα μάτια'
                    κλαῖε δὲ βουκόλος ἄλλοθ᾿, ἐπεὶ ἴδε τόξον ἄνακτος.   θρηνούσε κι ο βουκόλος βλέποντας του ρήγα το δοξάρι.
   254   255   256   257   258   259   260   261   262   263   264