Page 263 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 263
262
ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους καὶ κτήματ᾿ ὀπάσσω θα σας γνοιαστώ το γάμο γρήγορα, και βιος στους δυο θα δώσω
215 οἰκία τ᾿ ἐγγὺς ἐμεῖο τετυγμένα: καί μοι ἔπειτα και σπίτι, δίπλα στο παλάτι μου χτισμένο, και συντρόφους
Τηλεμάχου ἑτάρω τε κασιγνήτω τε ἔσεσθον. θα σας λογιάζω του Τηλέμαχου κι αδέρφια εδώ και πέρα.
εἰ δ᾿ ἄγε δή, καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι δείξω, Όμως ένα άλλο εγώ ολοφάνερο σημάδι θα σας δείξω,
ὄφρα μ᾿ ἐὺ̈ γνῶτον πιστωθῆτόν τ᾿ ἐνὶ θυμῷ, για να πιστέψει ο νους σας σίγουρα, να με καλογνωρίστε:
οὐλήν, τήν ποτέ με σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι Να το σημάδι εδώ που μου άνοιξε με τ᾿ άσπρο δόντι ο κάπρος,
220 Παρνησόνδ᾿ ἐλθόντα σὺν υἱάσιν Αὐτολύκοιο.» με τους υγιούς παλιά του Αυτόλυκου στον Παρνασό σαν πήγα.»
ὣς εἰπὼν ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθεν οὐλῆς. Είπε, κι απ᾿ το βαθύ αναμέρισε σημάδι τα κουρέλια'
τὼ δ᾿ ἐπεὶ εἰσιδέτην εὖ τ᾿ ἐφράσσαντο ἕκαστα, κι εκείνοι, ως το 'δαν και το ξέτασαν καλά, τον Όδυσσέα
κλαῖον ἄρ᾿ ἀμφ᾿ Ὀδυσῆϊ δαί̈φρονι χεῖρε βαλόντε, τον αντρειωμένο γύρω αγκάλιαζαν και τον καλωσόριζαν
καὶ κύνεον ἀγαπαζόμενοι κεφαλήν τε καὶ ὤμους χύνοντας δάκρυα και φιλώντας τον στην κεφαλή, στους ώμους.
225 ὣς δ᾿ αὔτως Ὀδυσεὺς κεφαλὰς καὶ χεῖρας ἔκυσσε. Το ίδιο κι εκείνος τους εφίλησε στην κεφαλή, στα χέρια.
καί νύ κ᾿ ὀδυρομένοισιν ἔδυ φάος ἠελίοιο, Θρηνώντας εκεί πέρα θα 'μεναν ως να βουτήξει ο γήλιος,
εἰ μὴ Ὀδυσσεὺς αὐτὸς ἐρύκακε φώνησέν τε: αν ο Οδυσσέας δεν τους αντίσκοφτε και δεν τους έλεε τούτα:
«παύεσθον κλαυθμοῖο γόοιό τε, μή τις ἴδηται «Θρήνους και δάκρυα παρατάτε τα, μη βγει απ᾿ τον αντρωνίτη
ἐξελθὼν μεγάροιο, ἀτὰρ εἴπῃσι καὶ εἴσω. κανένας τώρα και θωρώντας μας το πει και πάρα μέσα.
230 ἀλλὰ προμνηστῖνοι ἐσέλθετε, μηδ᾿ ἅμα πάντες, Με τη σειρά να μπείτε, ξέχωρα, κι όχι όλοι αντάμα θέλω,
πρῶτος ἐγώ, μετὰ δ᾿ ὔμμες: ἀτὰρ τόδε σῆμα πρώτος εγώ και σεις κατόπι μου, κι ακουστέ το σημάδι:
τετύχθω: Όλοι οι μνηστήρες οι αρχοντόγεννοι σα δεις να μην αφήνουν
ἄλλοι μὲν γὰρ πάντες, ὅσοι μνηστῆρες ἀγαυοί, το σαϊτολόγο να μου δώσουνε και το δοξάρι, παρ᾿ το,
οὐκ ἐάσουσιν ἐμοὶ δόμεναι βιὸν ἠδὲ φαρέτρην: Εύμαιε, μονάχος, και διαβαίνοντας την κάμαρα, το τόξο
ἀλλὰ σύ, δῖ᾿ Εὔμαιε, φέρων ἀνὰ δώματα τόξον
235 ἐν χείρεσσιν ἐμοὶ θέμεναι, εἰπεῖν τε γυναιξὶ μες στα δικά μου χέρια απίθωσε, και πες και στις γυναίκες
κληῖ̈σαι μεγάροιο θύρας πυκινῶς ἀραρυίας, στο αρχονταρίκι τα καλάρμοστα πορτόφυλλα να κλείσουν.
ἢν δέ τις ἢ στοναχῆς ἠὲ κτύπου ἔνδον ἀκούσῃ Κι αν απ᾿ τους άντρες βόγγο κάποια τους ακούσει για και βρόντο,
ἀνδρῶν ἡμετέροισιν ἐν ἕρκεσι, μή τι θύραζε την ώρα που όλοι μέσα θα 'μαστε κλεισμένοι, από την πόρτα
προβλώσκειν, ἀλλ᾿ αὐτοῦ ἀκὴν ἔμεναι παρὰ ἔργῳ. να μην προβάλει, μόνο αμίλητη να κάνει τη δουλειά της.
240 σοὶ δέ, Φιλοίτιε δῖε, θύρας ἐπιτέλλομαι αὐλῆς Κι εσύ, τρανέ Φιλοίτιε, γρήγορα να κλείσεις με το συρτή
κληῖ̈σαι κληῖ̈δι, θοῶς δ᾿ ἐπὶ δεσμὸν ἰῆλαι.» την πόρτα της αυλής, και δέσε την και με σκοινί από πάνω.»
ὣς εἰπὼν εἰσῆλθε δόμους εὖ ναιετάοντας: Σαν είπε αυτά, στο αρχοντοκάμωτο παλάτι μέσα εδιάβη,
ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ δίφρον ἰών, ἔνθεν περ ἀνέστη: και πήγε στο σκαμνί και κάθισε, που λίγο πριν καθόταν
ἐς δ᾿ ἄρα καὶ τὼ δμῶε ἴτην θείου Ὀδυσῆος. κι οι δυο του οι δούλοι μπήκαν έπειτα κι αυτοί στο αρχονταρίκι.
245 Εὐρύμαχος δ᾿ ἤδη τόξον μετὰ χερσὶν ἐνώμα, Στριφογυρνούσε ωστόσο ο Ευρύμαχος στα χέρια το δοξάρι,
θάλπων ἔνθα καὶ ἔνθα σέλᾳ πυρός: ἀλλά μιν οὐδ᾿ στη λόχη της φωτιάς ζεσταίνοντας τις δυο του πήχες'
ὣς όμως να το τανύσει ουδ᾿ έτσι μπόρεσε, κι η πέρφανη καρδιά του
ἐντανύσαι δύνατο, μέγα δ᾿ ἔστενε κυδάλιμον κῆρ: βαριαναστέναξε, και φώναξε βαρυγκομώντας κι είπε:
ὀχθήσας δ᾿ ἄρα εἶρος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαζεν: «Ωχού μου, και για μένα θλίβουμαι και για τους άλλους όλους!
«ὢ πόποι, ἧ μοι ἄχος περί τ᾿ αὐτοῦ καὶ περὶ
πάντων:
250 οὔ τι γάμου τοσσοῦτον ὀδύρομαι, ἀχνύμενός περ: Τόσο δεν κλαίω το γάμο που 'χασα, κι ας μου κοστίζει᾿ κι άλλες
εἰσὶ καὶ ἄλλαι πολλαὶ Ἀχαιί̈δες, αἱ μὲν ἐν αὐτῇ πολλές Ελληνοπούλες βρίσκουντοα μαθές, και στην Ιθάκη
ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ, αἱ δ᾿ ἄλλῃσιν πολίεσσιν: την ίδια εδώ τη θαλασσόζωστη και σε άλλες πολιτείες'
ἀλλ᾿ εἰ δὴ τοσσόνδε βίης ἐπιδευέες εἰμὲν πικραίνουμαι που τόσο φάνηκε πιο κάτω η δύναμη μας
ἀντιθέου Ὀδυσῆος, ὅ τ᾿ οὐ δυνάμεσθα τανύσσαι απ᾿ του Οδυσσέα του ισόθεου᾿ ουτ᾿ ένας μας το τόξο να τανύσει