Page 258 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 258

257






                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -φ-



               -    Ἀτῇ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπὶ φρεσὶ θῆκε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη,   Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στην Πηνελόπη ξάφνου
               21-   κούρῃ Ἰκαρίοιο, περίφρονι Πηνελοπείῃ,   έδωκε φώτιση, στη φρόνιμη του Ικάριου θυγατέρα,
                    τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον   το τόξο και τα σταχτοσίδερα πελέκια στους μνηστήρες
                    ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν.   δοκίμι να τα βάλει κι αφορμή μαζί του χαλασμού τους

               5    κλίμακα δ᾿ ὑψηλὴν προσεβήσετο οἷο δόμοιο,   μες στου Οδυσσέα το σπίτι. Ανέβηκε λοιπόν του παλατιού της
                    εἵλετο δὲ κληῖ̈δ᾿ εὐκαμπέα χειρὶ παχείῃ   τη σκάλα την ψηλή, καλόστροφο κι ομορφοκαμωμένο,
                    καλὴν χαλκείην: κώπη δ᾿ ἐλέφαντος ἐπῆεν.   με φιλντισένιο το χερόλαβο, χαλκό κλειδί κρατώντας
                    βῆ δ᾿ ἴμεναι θάλαμόνδε σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν   στο χέρι, αντάμα με τις βάγιες της να πάει στην κάμαρα της
                    ἔσχατον: ἔνθα δέ οἱ κειμήλια κεῖτο ἄνακτος,   την πιο ακρινή, κει μέσα που 'κρυβε τους θησαυρούς του ο ρήγας,

               10   χαλκός τε χρυσός τε πολύκμητός τε σίδηρος.   χρυσάφι και χαλκό και σίδερο με κόπο δουλεμένα.
                    ἔνθα δὲ τόξον κεῖτο παλίντονον ἠδὲ φαρέτρη   Δοξάρι λυγιστό του βρίσκουνταν εκεί και σαϊτολόγος,
                    ἰοδόκος, πολλοὶ δ᾿ ἔνεσαν στονόεντες ὀϊστοί,   που 'κλεινε πλήθος πολυστέναχτες σαγίτες᾿ τα 'χε πάρει
                    δῶρα τά οἱ ξεῖνος Λακεδαίμονι δῶκε τυχήσας   δώρο από φίλο, το θεόμορφο τον Ίφιτο, του Ευρύτου
                    Ἴφιτος Εὐρυτίδης, ἐπιείκελος ἀθανάτοισι.   το γιο, παλιά στη Λακεδαίμονα σαν έτυχε να σμίξουν.

               15    τὼ δ᾿ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν   Κάποτε οι δυο τους ανταμώθηκαν στη Μεσσηνία, στο σπίτι
                    οἴκῳ ἐν Ὀρτιλόχοιο δαί̈φρονος. ἦ τοι Ὀδυσσεὺς   του Ορτίλοχου του λιονταρόκαρδου᾿ τι του Οδυσσέα χρωστούσε
                    ἦλθε μετὰ χρεῖος, τό ῥά οἱ πᾶς δῆμος ὄφελλε:   όλη η κοινότη, κι έτσι κίνησε το χρέος να πάρει πίσω.
                    μῆλα γὰρ ἐξ Ἰθάκης Μεσσήνιοι ἄνδρες ἄειραν   Είχαν Μεσσήνιοι αρπάξει πρόβατα τρακόσια απ᾿ την Ιθάκη
                    νηυσὶ πολυκλήϊσι τριηκόσι᾿ ἠδὲ νομῆας.   με τους βοσκούς και στα πολύσκαρμα καράβια τους φορτώσει.

               20   τῶν ἕνεκ᾿ ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεὺς   Γι᾿ αυτό ο Οδυσσέας μακροταξίδεψε, κι ήταν μικρός ακόμα,
                    παιδνὸς ἐών: πρὸ γὰρ ἧκε πατὴρ ἄλλοι τε γέροντες.  αποκρισάρης, απ᾿ τον κύρη του σταλτός και τους γερόντους.
                    Ἴφιτος αὖθ᾿ ἵππους διζήμενος, αἵ οἱ ὄλοντο   Ο Ίφιτος πάλε τι χαμένες του να βρει φοράδες πήγε,
                    δώδεκα θήλειαι, ὑπὸ δ᾿ ἡμίονοι ταλαεργοί:   που δώδεκα μικρά του βύζαιναν βασταγερά μουλάρια.
                    αἳ δή οἱ καὶ ἔπειτα φόνος καὶ μοῖρα γένοντο,   Σε λίγο θα 'βρισκε το θάνατο και το χαμό από τούτες,

               25   ἐπεὶ δὴ Διὸς υἱὸν ἀφίκετο καρτερόθυμον,   στον καρτερόψυχο σα θα 'φτανεν υγιό του Δία, τον άγριο
                    φῶθ᾿ Ἡρακλῆα, μεγάλων ἐπιίστορα ἔργων,   τον Ηρακλή, που κάτεχε άνομες δουλειές πολλές να κάνει,
                    ὅς μιν ξεῖνον ἐόντα κατέκτανεν ᾧ ἐνὶ οἴκῳ,   κι έδωσε θάνατο στον ξένο του μες στο δικό του σπίτι,
                    σχέτλιος, οὐδὲ θεῶν ὄπιν ᾐδέσατ᾿ οὐδὲ τράπεζαν,   ο ανόσιος! Των θεών την όργητα και το ψωμί που έφαγαν
                    τὴν ἥν οἱ παρέθηκεν: ἔπειτα δὲ πέφνε καὶ αὐτόν,   μαζί στην τάβλα του δεν ντράπηκε, μον᾿ σκότωσε τον ίδιο

               30   ἵππους δ᾿ αὐτὸς ἔχε κρατερώνυχας ἐν μεγάροισι.   και κράτησε τις ατσαλόνυχες φοράδες για δικές του.
                    τὰς ἐρέων Ὀδυσῆϊ συνήντετο, δῶκε δὲ τόξον,   Αυτές ζητούσε, κι ως αντάμωσε τον Οδυσσέα, το τόξο
                    τὸ πρὶν μέν ῥ᾿ ἐφόρει μέγας Εὔρυτος, αὐτὰρ ὁ παιδὶ   του τρανού κύρη του του χάρισε, που εκείνος το 'χε αφήσει
                    κάλλιπ᾿ ἀποθνῄσκων ἐν δώμασιν ὑψηλοῖσι.   μες στο παλάτι του πεθαίνοντας στο γιο του. Κι ο Οδυσσέας
                    τῷ δ᾿ Ὀδυσεὺς ξίφος ὀξὺ καὶ ἄλκιμον ἔγχος ἔδωκεν,   βαρύ κοντάρι του αντιχάρισε κι ένα σπαθί, για να 'ναι

               35   ἀρχὴν ξεινοσύνης προσκηδέος: οὐδὲ τραπέζῃ   θεμέλιο μιας φίλιας αμάλαγης. Μα η γνωριμία της τάβλας
                    γνώτην ἀλλήλων: πρὶν γὰρ Διὸς υἱὸς ἔπεφνεν   τους έλειψε᾿ πιο πριν τον σκότωσε μαθές ο γιος του Δία
                    Ἴφιτον Εὐρυτίδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισιν,   του Ευρύτου τον υγιό, τον Ίφιτο το θεοδιωματάρη,
                    ὅς οἱ τόξον ἔδωκε. τὸ δ᾿ οὔ ποτε δῖος Ὀδυσσεὺς   που το δοξάρι τότε χάρισε στο θεϊκό Οδυσσέα.
                    ἐρχόμενος πόλεμόνδε μελαινάων ἐπὶ νηῶν   Κι αυτός, σαν έφευγε σε πόλεμο στα μαύρα πλοία, μαζί του
   253   254   255   256   257   258   259   260   261   262   263