Page 255 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 255
254
ἠὲ λοετροχόῳ δώῃ γέρας ἠέ τῳ ἄλλῳ κι αυτός να δώκει της λουτράρισσας για κι άλλου αρχοντομοίρι,
δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο.» απ᾿ όσους σκλάβους τώρα βρίσκουνται μες στου Οδυσσέα το
ὣὣς εἰπὼν ἔρριψε βοὸς πόδα χειρὶ παχείῃ. σπίτι.»
Είπε, κι απ᾿ το πανέρι κόκαλο ποδιού βοδίσίου αρπώντας
300 κείμενον ἐκ κανέοιο λαβών: ὁ δ᾿ ἀλεύατ᾿ Ὀδυσσεὺς με βαρύ χέρι του το πέταξε μα εκείνος το ΄κεφάλι
ἦκα παρακλίνας κεφαλήν, μείδησε δὲ θυμῷ λίγο αναμέρισε και ξέφυγε, με πίκρα στο θυμό του
σαρδάνιον μάλα τοῖον: ὁ δ᾿ εὔδμητον βάλε τοῖχον. αχνογελώντας᾿ κι όπως χτύπησε στο στέριο τοίχο απάνω
Κτήσιππον δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος ἠνίπαπε μύθῳ: το κόκαλο, βαριά ο Τηλέμαχος το Χτήσιππο αποπήρε!
«Κτήσιππ᾿, ἦ μάλα τοι τόδε κέρδιον ἔπλετο θυμῷ: «Έχεις αλήθεια τύχη, Χτήσιππε, και βγήκε σε καλό σου'
305 οὐκ ἔβαλες τὸν ξεῖνον: ἀλεύατο γὰρ βέλος αὐτός. τον ξένο δεν τον βρήκες᾿ ξέφυγε μονάχος τη ριξιά σου᾿
ἦ γάρ κέν σε μέσον βάλον ἔγχεϊ ὀξυόεντι, αλλιώς θα σ᾿ έβρισκα κατάκορμα με σουβλερό κοντάρι,
καί κέ τοι ἀντὶ γάμοιο πατὴρ τάφον ἀμφεπονεῖτο κι αν τις για γάμο τώρα ο κύρης σου το ξόδι σου εδώ πέρα
ἐνθάδε. τῷ μή τίς μοι ἀεικείας ἐνὶ οἴκῳ θα σύνταζε᾿ γι᾿ αυτό μην κάνετε ντροπές στο αρχοντικό μου!
φαινέτω: ἤδη γὰρ νοέω καὶ οἶδα ἕκαστα, Τώρα κι εγώ νογώ στα φρένα μου, και το καλό να κρίνω
310 ἐσθλά τε καὶ τὰ χέρηα: πάρος δ᾿ ἔτι νήπιος ἦα. και το κακό κατέχω᾿ ανέμυαλος, ως πρώτα, πια δέν είμαι.
ἀλλ᾿ ἔμπης τάδε μὲν καὶ τέτλαμεν εἰσορόωντες, Κι όμως βαστούμε τούτο βλέποντας, να σφάζουνται τ᾿ αρνιά μας
μήλων σφαζομένων οἴνοιό τε πινομένοιο κι οι γίδες, το κρασί να πίνεται, καί το ψωμί μας όλο
καὶ σίτου: χαλεπὸν γὰρ ἐρυκακέειν ἕνα πολλούς. να τρώγεται᾿ βαρύ ένας άνθρωπος πολλούς ν᾿ ανακρατήσει'
ἀλλ᾿ ἄγε μηκέτι μοι κακὰ ῥέζετε δυσμενέοντες: Μα ελάτε, αφήστε πια τις όχτρητες κι άλλες ζημιές δέ θέλω.
315 εἰ δ᾿ ἤδη μ᾿ αὐτὸν κτεῖναι μενεαίνετε χαλκῷ, Μα αν λέτε θάνατο να δώσετε με το χαλκό σε μένα,
καί κε τὸ βουλοίμην, καί κεν πολὺ κέρδιον εἴη το προτιμώ κι εγώ! Καλύτερα χίλιες φορές να λείψω παρά
τεθνάμεν ἢ τάδε γ᾿ αἰὲν ἀεικέα ἔργ᾿ ὁράασθαι, ανομίες μπροστά μου αδιάκοπα να βλέπω, δίχως τέλος —
ξείνους τε στυφελιζομένους δμῳάς τε γυναῖκας να κακοφέρνουνται στους ξένους μου, τις σκλάβες μου γυναίκες
ῥυστάζοντας ἀεικελίως κατὰ δώματα καλά.» εδώ κι εκεί να σέρνουν άπρεπα μες στ᾿ όμορφο παλάτι.»
320 ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκὴν ἐγένοντο σιωπῇ: Έτσι μιλούσε, κι όλοι απόμειναν και δεν έβγαναν άχνα,
ὀψὲ δὲ δὴ μετέειπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος: και μόνο ο Αγέλαος, του Δαμάστορα σε λίγο ο γιος τους είπε:
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἐπὶ ῥηθέντι δικαίῳ « Δίκιος αν στάθη ο λόγος που άκουσε, πρεπό δεν είναι, φίλοι,
ἀντιβίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος χαλεπαίνοι: κανείς ν᾿ ανάβει και πικρόχολα ν᾿ αντιμιλά στον άλλο.
μήτε τι τὸν ξεῖνον στυφελίζετε μήτε τιν᾿ ἄλλον Τον ξένο πια μην τον παιδεύετε μηδέ τους άλλους σκλάβους,
325 δμώων, οἳ κατὰ δώματ᾿ Ὀδυσσῆος θείοιο. που στου Οδυσσέα του ισόθεου βρίσκουνται το σπίτι μέσα τώρα.
Τηλεμάχῳ δέ κε μῦθον ἐγὼ καὶ μητέρι φαίην Μόνο ένα λόγο στον Τηλέμαχο και στη μητέρα του έχω
ἤπιον, εἴ σφωϊν κραδίῃ ἅδοι ἀμφοτέροιϊν. να πω καλό᾿ μπορεί, αν τον άκουγαν, να βγει της αρεσκιάς τους'
ὄφρα μὲν ὑμῖν θυμὸς ἐνὶ στήθεσσιν ἐώλπει όσον καιρό η καρδιά στα στήθη σας κρατούσε ακόμα ελπίδα
νοστήσειν Ὀδυσῆα πολύφρονα ὅνδε δόμονδε, το γνωστικό Οδυσσέα στο σπίτι του να δείτε να διαγέρνει,
330 τόφρ᾿ οὔ τις νέμεσις μενέμεν τ᾿ ἦν ἰσχέμεναί τε κανείς δε θύμωνε, αν προσμένατε και τους μνηστήρες όλους
μνηστῆρας κατὰ δώματ᾿, ἐπεὶ τόδε κέρδιον ἦεν, στο σπίτι μέσα ανακρατούσατε᾿ για σας αλήθεια κάλλιο
εἰ νόστησ᾿ Ὀδυσεὺς καὶ ὑπότροπος ἵκετο δῶμα: να 'χε ο Oδυσσέας έρθει στο σπίτι του γυρνώντας απ᾿ τα ξένα.
νῦν δ᾿ ἤδη τόδε δῆλον, ὅ τ᾿ οὐκέτι νόστιμός ἐστιν. Μα τώρα πια ξεφανερώθηκε πως δε διαγέρνει πίσω.
ἀλλ᾿ ἄγε, σῇ τάδε μητρὶ παρεζόμενος κατάλεξον, Τράβα λοιπόν και δίπλα κάθισε στη μάνα σου και πες της
335 γήμασθ᾿ ὅς τις ἄριστος ἀνὴρ καὶ πλεῖστα πόρῃσιν, να πάρει αυτόν που θα 'ναι ο κάλλιος μας και πιο πολλά θα δώκει᾿
ὄφρα σὺ μὲν χαίρων πατρώϊα πάντα νέμηαι, για να μπορείς και συ να χαίρεσαι τα πατρικά αγαθά σου,
ἔσθων καὶ πίνων, ἡ δ᾿ ἄλλου δῶμα κομίζῃ.» να τρως, να πίνεις, κι άλλου η μάνα σου να γνοιάζεται το σπίτι.»
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο φρόνιμος γυρνάει Τηλέμαχος κι απηλογιά του δίνει:
«οὐ μὰ Ζῆν᾿, Ἀγέλαε, καὶ ἄλγεα πατρὸς ἐμοῖο, «Αγέλαε, μη! Στο Δία τ᾿ ορκίζουμαι, στα πάθη του γονιού μου,