Page 269 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 269

268





                                                    ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -χ-



               -    αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις Ὀδυσσεύς,   Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυμνώθη απ᾿ τα κουρέλια
               22-   ἆλτο δ᾿ ἐπὶ μέγαν οὐδόν, ἔχων βιὸν ἠδὲ φαρέτρην   και στο κατώφλι απάνω πήδηξε, κρατώντας το δοξάρι
                    ἰῶν ἐμπλείην, ταχέας δ᾿ ἐκχεύατ᾿ ὀϊστοὺς   και το γεμάτο σαϊτολόγο του, και τις γοργές σαγίτες
                    αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν:   αυτοί, μπροστά στα πόδια του, άδειασε, και στους μνηστήρες είπε:

               5    «οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται:   «Πια τέλος πήρε αυτό το αλύπητο δοκίμι μας, και τώρα
                    νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ,   διαλέγω άλλο σημάδι, που άνθρωπος κανείς δε βρήκε ακόμα,
                    εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων.»   να ιδώ αν πετύχω κι αν ο Απόλλωνας μου δώσει αυτή τη δόξα.»
                    ἦ καὶ ἐπ᾿ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν.   Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει
                    ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε,   πικρή σαγίτα. Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει,

               10   χρύσεον ἄμφωτον, καὶ δὴ μετὰ χερσὶν ἐνώμα,   μαλαματένια, δίχερη, όμορφη᾿ την έπαιζε στα χέρια
                    ὄφρα πίοι οἴνοιο: φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ   κιόλας, κρασί να πιεί, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του᾿
                    μέμβλετο: τίς κ᾿ οἴοιτο μετ᾿ ἀνδράσι δαιτυμόνεσσι   ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι — και ποιος το φανταζόταν
                    μοῦνον ἐνὶ πλεόνεσσι, καὶ εἰ μάλα καρτερὸς εἴη,   πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρεία κι αν είχε,
                    οἷ τεύξειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν;   άσκημο θάνατο θα του 'δινε κι ασβρλωμένη μοίρα!
               15   τὸν δ᾿ Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ,   Μα ως σημαδεύοντας τον πέτυχε πα στο λαιμό ο Οδυσσέας,
                    ἀντικρὺ δ᾿ ἁπαλοῖο δι᾿ αὐχένος ἤλυθ᾿ ἀκωκή.   απαντικρύ ο χαλκός επρόβαλε στον τρυφερό του σβέρκο᾿
                    ἐκλίνθη δ᾿ ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε χειρὸς   και χτυπημένος πίσω ανάγειρε και του 'φυγε απ᾿ το χέρι
                    βλημένου, αὐτίκα δ᾿ αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν   η κούπα, και κρουνός ξεχύθηκε μεμιάς απ᾿ τα ρουθούνια
                    αἵματος ἀνδρομέοιο: θοῶς δ᾿ ἀπὸ εἷο τράπεζαν   το αίμα το ανθρώπινο, και πέταξε μακριά του το τραπέζι

               20   ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ᾿ εἴδατα χεῦεν ἔραζε:   κλωτσώντας το, και χάμω σκόρπισαν τα κρέατα τα ψημένα
                    σῖτός τε κρέα τ᾿ ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ᾿ ὁμάδησαν   και τα ψωμιά, και στο αίμα βάφτηκαν. Κι ασκώσαν οι μνηστήρες
                    μνηστῆρες κατὰ δώμαθ᾿, ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα,  βουή τρανή, σαν είδαν άνθρωπος να πέφτει σκοτωμένος᾿
                    ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα,   κι απ᾿ τα θρονιά σκιαγμένοι επήδηξαν και τρέχαν δώθε κείθε,
                    πάντοσε παπταίνοντες ἐϋδμήτους ποτὶ τοίχους:   κατά τους τοίχους τους καλόχτιστους κοιτάζοντας ολούθε'

               25   οὐδέ πη ἀσπὶς ἔην οὐδ᾿ ἄλκιμον ἔγχος ἑλέσθαι.   μα ουδέ σκουτάρι βρίσκαν γύρα τους ουδέ βαρύ κοντάρι.
                    νείκειον δ᾿ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσι:   Και πήραν όλοι με πικρόλογα τον Οδυσσέα να βρίζουν:
                    «ξεῖνε, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι: οὐκέτ᾿ ἀέθλων   «Σε άνθρωπο πάνω, ξένε, δόξεψες, κι είναι βαρύ᾿ δοκίμι
                    ἄλλων ἀντιάσεις: νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος.   πια άλλο δε βλέπεις᾿ άωρα αξέφευγο καρτερά το χαμό σου!
                    καὶ γὰρ δὴ νῦν φῶτα κατέκτανες ὃς μέγ᾿ ἄριστος   τι έχεις σκοτώσει απ᾿ τ᾿ αρχοντόπουλα που ζουνε στην Ιθάκη

               30   κούρων εἰν Ἰθάκῃ: τῷ σ᾿ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.»   το πιο τρανό, κι οι αγιούπες σίγουρα δω πέρα θα σε φανέ!»
                    ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ, ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα   Με τέτοια λόγια τον απόπαιρναν, θαρρώντας άθελα του
                    ἄνδρα κατακτεῖναι: τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν,   τον νιο πως σκότωσεν — οι ανέμυαλοι δεν το 'χαν νιώσει ακόμα
                    ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾿ ἐφῆπτο.   πως όλους τώρα θα τους έπιαναν του χαλασμού τα δίχτυα!
                    τοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις   Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τους:
                    Ὀδυσσεύς:

               35   «ὦ κύνες, οὔ μ᾿ ἔτ᾿ ἐφάσκεθ᾿ ὑπότροπον οἴκαδ᾿   «Σκυλιά, που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω
                    ἱκέσθαι                                πια από την Τροία, γι᾿ αυτό μου τρώγατε το βιος στο αρχοντικό
                    δήμου ἄπο Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον,   μου,
                    δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως,   και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες,
                    αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα,   κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο,
                    οὔτε θεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν,   και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη,
   264   265   266   267   268   269   270   271   272   273   274