Page 272 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 272
271
125 εἵλετο δ᾿ ἄλκιμα δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ. μετά και τα γερά, χαλκόμυτα χεράκωσε κοντάρια.
ὀρσοθύρη δέ τις ἔσκεν ἐϋδμήτῳ ἐνὶ τοίχῳ, Ήταν στον τοίχο τον καλόχτιστο ψηλά ένα παραπόρτι,
ἀκρότατον δὲ παρ᾿ οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο που τα σφιχτά του σανιδόφυλλα σε μακρυνάρι άνοιγαν,
ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην, σανίδες δ᾿ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι. στου κατωφλιού το ψήλος σύρριζα του στέριου του αντρωνίτη.
τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν Τότε ο Οδυσσέας τον Εύμαιο πρόσταξε το παραπόρτι τουτο
130 ἑσταότ᾿ ἄγχ᾿ αὐτῆς: μία δ᾿ οἴη γίγνετ᾿ ἐφορμή. στο νου του να 'χει, δίπλα ως έστεκε, τι μια μπασιά είχε μόνο.
τοῖς δ᾿ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι Ωστόσο ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾿ ακούσουν όλοι γύρα:
πιφαύσκων: «Φίλοι, κανείς μας αν ανέβαινε στο παραπόρτι, να 'βγει
«ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀν᾿ ὀρσοθύρην ἀναβαίη να κράξει το λαό, ν᾿ ασκώναμε συντάραχο μεγάλο,
καὶ εἴποι λαοῖσι, βοὴ δ᾿ ὤκιστα γένοιτο; θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!»
τῷ κε τάχ᾿ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.»
135 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν: Τότε ο Μελάνθιος του αποκρίθηκεν, ο γιδολάτης, κι είπε:
«οὔ πως ἔστ᾿, Ἀγέλαε διοτρεφές: ἄγχι γὰρ αἰνῶς «Αγέλαε, μην το λες, δε γίνεται᾿ πολύ σιμά είναι οι πόρτες
αὐλῆς καλὰ θύρετρα καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης: που ανοίγουν στην αυλή, κι αβόλετο να βγει απ᾿ το μακρυνάρι
καί χ᾿ εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ᾿ ἄλκιμος εἴη. κανείς μας᾿ κι ένας μόνο αδείλιαστος θα μας αντίσκοφτε όλους.
ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, ὑμῖν τεύχε᾿ ἐνείκω θωρηχθῆναι Σταθείτε, από τη μέσα κάμαρα να κουβαλήσω αρμάτες,
140 να τις ζωστείτε᾿ εκεί φαντάζουμαι — που αλλού; — πως ο
ἐκ θαλάμου: ἔνδον γάρ, ὀί̈ομαι, οὐδέ πη ἄλλῃ
Οδυσσέας
τεύχεα κατθέσθην Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός.»
κι ο γιος του ο παινεμένος τ᾿ άρματα μας κρύψαν του πολέμου.»
ὣς εἰπὼν ἀνέβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν,
Σαν είπε αυτά ο γιδάρης, κίνησε κι᾿ απ᾿ του αντρωνίτη ανέβη
εἰς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο.
τ᾿ ανοίγματα γοργά, στις κάμαρες να τρέξει του Οδυσσέα.
ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε᾿ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα
Σκουτάρια πήρε εκείθε δώδεκα και δώδεκα κοντάρια,
145 καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας: κι ακόμα δώδεκα αλογόφουντα, χαλκοδεμένα κράνη,
βῆ δ᾿ ἴμεναι, μάλα δ᾿ ὦκα φέρων μνηστῆρσιν ἔδωκεν. και στους μνηστήρες τα κουβάλησε γοργά γυρνώντας πίσω.
καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, Και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του,
ὡς περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα χερσί τε δοῦρα να τους θωρεί ν᾿ αρματοζώνουνται, και τα μακριά κοντάρια
μακρὰ τινάσσοντας: μέγα δ᾿ αὐτῷ φαίνετο ἔργον. να σείουν στα χέρια᾿ τώρα το 'νιωθε, βαριά πως θα παλέψει.
150 αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: Στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τότε:
«Τηλέμαχ᾿, ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν «Κάποια απ᾿ τις σκλάβες λέω, Τηλέμαχε, του αρχοντικού μας
νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς.» τώρα
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: βαρύ μας ξεσηκώνει πόλεμο, μπορεί κι ο Μελανθέας.»
«ὦ πάτερ, αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾿ ἤμβροτον--οὐδέ τις Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε:
ἄλλος «Κύρη, δικό μου είναι το φταίξιμο, δε φταίει κανένας άλλος,
155 που αφήκα ορθάνοιχτη της κάμαρας τη σφιχταρμοδεμένη
αἴτιος--ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν
πόρτα πριν λίγο, και το πρόσεξαν αυτοί καλύτερα μας.
κάλλιπον ἀγκλίνας: τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων.
Τρέξε, Εύμαιε, τώρα, αρχοντογέννητε, την πόρτα να σφαλίσεις,
ἀλλ᾿ ἴθι, δῖ᾿ Εὔμαιε, θύρην ἐπίθες θαλάμοιο
και ιδές αν είναι, κάποια δούλα μας σε τούτα εδώ μπλεγμένη,
καὶ φράσαι ἤ τις ἄρ᾿ ἐστὶ γυναικῶν ἣ τάδε ῥέζει,
ἢ υἱὸς Δολίοιο, Μελανθεύς, τόν περ ὀί̈ω.” για ο Μελανθέας — αυτός φαντάζουμαι πως θα 'ναι, ο γιος του
Δόλιου.»
160 ς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, κι ο Μελανθέας
βῆ δ᾿ αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν, ξανά, ο γιδοβοσκός, στην κάμαρα να πάει κινούσε γι᾿ άλλες
οἴσων τεύχεα καλά. νόησε δὲ δῖος ὑφορβός, ώριες αρμάτες, κι ο αρχοντόγεννος χοιροβοσκός τον είδε,
αἶψα δ᾿ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα: και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν:
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
165 ὣκεῖνος δ᾿ αὖτ᾿ ἀί̈δηλος ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ᾿ αὐτοί, ο άνθρωπος να 'τον ο κατάρατος, που βάζαμε στο νου μας,