Page 277 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 277
276
330 Τερπιάδης δ᾿ ἔτ᾿ ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν, Μα ο γιός του Τέρπιου τότε γλίτωσε του Χάρου, ο τραγουδάρης
Φήμιος, ὅς ῥ᾿ ἤειδε μετὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ. ο Φήμιος, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του.
ἔστη δ᾿ ἐν χείρεσσίν ἔχων φόρμιγγα λίγειαν Ορθός, κρατώντας την ψιλόφωνη κιθάρα του στα χέρια
ἄγχι παρ᾿ ὀρσοθύρην: δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, στο παραπόρτι εβρέθη᾿ δίγνωμη βουλή τον κυβερνούσε:
ἢ ἐκδὺς μεγάροιο Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμὸν να βγει να κάτσει ικέτης στο βωμό του Δία του τρισμεγάλου,
335 ἑρκείου ἵζοιτο τετυγμένον, ἔνθ᾿ ἄρα πολλὰ που τον αυλόγυρο προστάτευε, κι απάνω εκεί ο Λαέρτης
Λαέρτης Ὀδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί᾿ ἔκηαν, συχνά κι ο γιος του πλήθος έκαιγαν βοδιών μεριά; για κάλλιο
ἦ γούνων λίσσοιτο προσαί̈ξας Ὀδυσῆα. να τρέξει γρήγορα τα γόνατα να πιάσει του Οδυσσέα;
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι,
γούνων ἅψασθαι Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος. να τρέξει, του Οδυσσέα τα γόνατα του αρχοντικού να πιάσει.
340 ἦ τοι ὁ φόρμιγγα γλαφυρὴν κατέθηκε χαμᾶζε Τη βαθουλή κιθάρα απίθωσε λοιπόν στο χώμα κάτω,
μεσσηγὺς κρητῆρος ἰδὲ θρόνου ἀργυροήλου, αναμεσής στο ασημοκάρφωτο θρονί και στο κροντήρι,
αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα προσαί̈ξας λάβε γούνων, κι εκείνος χύθηκε στα γόνατα να πέσει του Οδυσσέα,
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια:
«γουνοῦμαί σ᾿, Ὀδυσεῦ: σὺ δέ μ᾿ αἴδεο καί μ᾿ «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω!
ἐλέησον:
345 Καημό και συ θα το 'χεις έπειτα, τον τραγουδάρη αν ίσως
αὐτῷ τοι μετόπισθ᾿ ἄχος ἔσσεται, εἴ κεν ἀοιδὸν
σκοτώσεις, που θνητούς κι αθάνατους με το τραγούδι ευφραίνω.
πέφνῃς, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀείδω.
Μόνος μου τα 'μαθα᾿ μου φύσηξε λογής λογής τραγούδια
αὐτοδίδακτος δ᾿ εἰμί, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας
κάποιος Θεός στα φρένα᾿ μου 'ρχεται να τραγουδήσω ομπρός
παντοίας ἐνέφυσεν: ἔοικα δέ τοι παραείδειν
σου,
ὥς τε θεῷ: τῷ με λιλαίεο δειροτομῆσαι.
σαν να 'σουνα θεός᾿ μη μελετάς λοιπόν το χαλασμό μου!
350 καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ᾿ εἴποι, σὸς φίλος υἱός, Γι᾿ αυτά θα μπόρειε κι ο Τηλέμαχος να σου μιλήσει, ο γιος σου,
ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς σὸν δόμον οὐδὲ χατίζων πως άθελα μου, δίχως διάφορο δικό μου, τους μνηστήρες
πωλεύμην μνηστῆρσιν ἀεισόμενος μετὰ δαῖτας, έσμιγα εδώ, κι ως ήταν πιότεροι κι η δύναμη τους πλήθια,
ἀλλὰ πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες ἦγον ἀνάγκῃ.» μεβιάς με φέρναν, στις ξεφάντωσες τραγούδια να τους ψάλω.»
ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ ἤκουσ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος τον άκουσε ο αντρειωμένος,
355 αἶψα δ᾿ ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα: και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν:
«ἴσχεο μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ: «Μην τον χτυπάς με το κοντάρι σου, κι είναι άφταιγος! Κρατήσου!
καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ Μα και το Μέδοντα να σώσουμε τον κράχτη, τι με γνοιάστη
οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος, από παιδί με αγάπη πάντα του στο αρχοντικό μας μέσα'
εἰ δὴ μή μιν ἔπεφνε Φιλοίτιος ἠὲ συβώτης, ξον ο Φιλοίτιος αν τον σκότωσε, για κι ο Εύμαιος, για κι ατός σου,
360 ἠὲ σοὶ ἀντεβόλησεν ὀρινομένῳ κατὰ δῶμα.» αν βρέθηκε μπροστά σου, ως χίμιζες στο αρχονταρίκι μέσα.»
ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ ἤκουσε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς: Είπε, κι ο Μέδοντας τον άκουσεν ο μυαλωμένος, τι είχε
πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ θρόνον, ἀμφὶ δὲ δέρμα ζαρώσει κάτω από 'να κάθισμα και κοίτουνταν χωμένος
ἕστο βοὸς νεόδαρτον, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν. σε νιόγδαρτο αγελαδοτόμαρο, του Χάρου να γλιτώσει.
αἶψα δ᾿ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, θοῶς δ᾿ ἀπέδυνε βοείην Μεμιάς ξεπρόβαλε απ᾿ το κάθισμα κι εγδύθη το τομάρι,
365 Τηλέμαχον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα προσαί̈ξας λάβε γούνων, κι έτρεξε αμέσως στου Τηλέμαχου τα γόνατα να πέσει,
καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια:
«ὦ φίλ᾿, ἐγὼ μὲν ὅδ᾿ εἰμί, σὺ δ᾿ ἴσχεο εἰπὲ δὲ πατρὶ «Εδώ είμαι! Την ορμή σου κράτησε, καλέ, και του κυρού σου
μή με περισθενέων δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ, μίλησε, μη μου δώσει θάνατο στην πλήθια δύναμη του
ἀνδρῶν μνηστήρων κεχολωμένος, οἵ οἱ ἔκειρον με κοφτερό χαλκό, μανιάζοντας που ρήμαξαν το βιος του
370 κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροις, σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον.» στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες οι άμυαλοι, και σένα σε αψηφούσαν.»
τὸν δ᾿ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: Αχνογελώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας:
«θάρσει, ἐπεὶ δή σ᾿ οὗτος ἐρύσσατο καὶ ἐσάωσεν, «Τούτος σου στάθηκε και γλίτωσες᾿ κάνε λοιπόν κουράγιο,