Page 282 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 282
281
ΟΜΗΡΟΥ ΟΔΥΣΣΕΙΑ -ψ-
- Ἑγρηὺ̈ς δ᾿ εἰς ὑπερῷ᾿ ἀνεβήσετο καγχαλόωσα, Και τότε ολόχαρη η γερόντισσα ψηλά στο ανώγι ανέβη
23- δεσποίνῃ ἐρέουσα φίλον πόσιν ἔνδον ἐόντα: με γόνατα γοργοτρεχάμενα, με πόδια που σκόνταβαν,
γούνατα δ᾿ ἐρρώσαντο, πόδες δ᾿ ὑπερικταίνοντο. να πάει στη ρήγισσα το μήνυμα, πως έφτασε ο καλός της'
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπὲρ κεφαλῆς καί μιν πρὸς μῦθον κι ως στάθη πάνω απ᾿ το κεφάλι της, τα λόγια αυτά της είπε:
ἔειπεν:
5 «ἔγρεο, Πηνελόπεια, φίλον τέκος, ὄφρα ἴδηαι «Για ξύπνα, Πηνελόπη κόρη μου, τα μάτια σου να ιδούνε
ὀφθαλμοῖσι τεοῖσι τά τ᾿ ἔλδεαι ἤματα πάντα. ό,τι καιρούς και χρόνια αδιάκοπα λαχτάριζε η καρδιά σου!
ἦλθ᾿ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ὀψέ περ ἐλθών. Ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, κι ας είχε αργήσει τόσο,
μνηστῆρας δ᾿ ἔκτεινεν ἀγήνορας, οἵ θ᾿ ἑὸν οἶκον και τους μνηστήρες όλους σκότωσε τους άνομους, που έτρωγαν
κήδεσκον καὶ κτήματ᾿ ἔδον βιόωντό τε παῖδα.» το βιος του, ρήμαζαν το σπίτι του και παίδευαν το γιο του.»
10 τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη της αποκρίθη κι είπε:
«μαῖα φίλη, μάργην σε θεοὶ θέσαν, οἵ τε δύνανται «Κυρούλα, τα μυαλά σου εσήκωσαν τώρα οι θεοί᾿ μπορούνε
ἄφρονα ποιῆσαι καὶ ἐπίφρονά περ μάλ᾿ ἐόντα, μαθές και τον περίσσια φρόνιμο ν᾿ αποτρελάνουν τούτοι,
καί τε χαλιφρονέοντα σαοφροσύνης ἐπέβησαν: μπορούν ακόμα και στον άμυαλο να δώσουν φρονιμάδα.
οἵ σέ περ ἔβλαψαν: πρὶν δὲ φρένας αἰσίμη ἦσθα. Αυτοί είναι που το νου σου εσάλεψαν πριν ήσουν μυαλωμένη.
15 τίπτε με λωβεύεις πολυπενθέα θυμὸν ἔχουσαν Τι με αναμπαίζεις, που στο στήθος μου φωλιάζουν πίκρες μύριες,
ταῦτα παρὲξ ἐρέουσα καὶ ἐξ ὕπνου μ᾿ ἀνεγείρεις τέτοια μωρόλογα ιστορώντας μου, κι απ᾿ το γλυκό με ασκώνεις
ἡδέος, ὅς μ᾿ ἐπέδησε φίλα βλέφαρ᾿ ἀμφικαλύψας; τον ύπνο, που άπλωνε στα μάτια μου και μ᾿ είχε αποκαρώσει;
οὐ γάρ πω τοιόνδε κατέδραθον, ἐξ οὗ Ὀδυσσεὺς Αφόντας ο Οδυσσέας ξεκίνησε να ιδεί την ξορκισμένη
ᾤχετ᾿ ἐποψόμενος Κακοί̈λιον οὐκ ὀνομαστήν. την Κακοτροία, ποτέ δεν έγειρα σε τέτοιον ύπνο ανέγνοιο.
20 ἀλλ᾿ ἄγε νῦν κατάβηθι καὶ ἂψ ἔρχευ μέγαρόνδε. Κατέβα τώρα, τρέχα γύρισε στο γυναικίτη πίσω᾿
εἰ γάρ τίς μ᾿ ἄλλη γε γυναικῶν, αἵ μοι ἔασι, τι αν άλλη κάποια από τις σκλάβες μου που βρίσκουνται
ταῦτ᾿ ἐλθοῦσ᾿ ἤγγειλε καὶ ἐξ ὕπνου ἀνέγειρεν, στο σπίτι ερχόταν κι απ᾿ τον ύπνο με άσκωνε με τούτα τα μαντάτα,
τῷ κε τάχα στυγερῶς μιν ἐγὼν ἀπέπεμψα νέεσθαι άσκημα αλήθεια θα την έδιωχνα στην κάμαρα της πίσω'
αὖτις ἔσω μέγαρον: σὲ δὲ τοῦτό γε γῆρας ὀνήσει.» εσύ αν γλιτώνεις τώρα, χρώστα το στα γερατιά σου μόνο!»
25 Κι η Ευρύκλεια η βάγια απηλογήθηκε και τέτοια της μιλούσε:
τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:
«Δεν παίζω εγώ μαζί σου, κόρη μου, μον᾿ είπα την αλήθεια'
«οὔ τί σε λωβεύω, τέκνον φίλον, ἀλλ᾿ ἔτυμόν τοι
ήρθε ο Οδυσσέας, στο σπίτι του έφτασε, καθώς με ακούς μπροστά
ἦλθ᾿ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ὡς ἀγορεύω,
σου:
ὁ ξεῖνος, τὸν πάντες ἀτίμων ἐν μεγάροισι.
κείνος ο ξένος, που στο σπίτι μας τον αψηφούσαν όλοι!
Τηλέμαχος δ᾿ ἄρα μιν πάλαι ᾔδεεν ἔνδον ἐόντα,
Πρέπει ο Τηλέμαχος να κάτεχε καιρό τον ερχομό του,
30 ἀλλὰ σαοφροσύνῃσι νοήματα πατρὸς ἔκευθεν, μα γνωστικός ως ήταν, έκρυβε του κύρη του τη γνώμη,
ὄφρ᾿ ἀνδρῶν τίσαιτο βίην ὑπερηνορεόντων.» ως να πλερώσουν οι άντρες οι άνομοι τις αδικίες που έκαμαν.»
ὣς ἔφαθ᾿, ἡ δ᾿ ἐχάρη καὶ ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Είπε, κι αυτή σηκώθη ολόχαρη πηδώντας απ᾿ την κλίνη,
γρηὶ̈ περιπλέχθη, βλεφάρων δ᾿ ἀπὸ δάκρυον ἧκεν: και τη γερόντισσα αγκαλιάζοντας με δακρυσμένα μάτια
καί μιν φωνήσασ᾿ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: την έκραξε και με ανεμάρπαστα μιλούσε λόγια κι είπε:
35 «εἰ δ᾿ ἄγε δή μοι, μαῖα φίλη, νημερτὲς ἐνίσπες, «Αχ, έλα τώρα, καλομάνα μου, την πάσα αλήθεια πες μου!
εἰ ἐτεὸν δὴ οἶκον ἱκάνεται, ὡς ἀγορεύεις, Ψέμα αν δεν είναι πως εδιάγειρε, καθώς μου λες, στο σπίτι,
ὅππως δὴ μνηστῆρσιν ἀναιδέσι χεῖρας ἐφῆκε πως στους μνηστήρες τους αδιάντροπους έβαλε χέρι, ως ήταν
μοῦνος ἐών, οἱ δ᾿ αἰὲν ἀολλέες ἔνδον ἔμιμνον.» ένας αυτός, κι εκείνοι βρίσκουνταν όλοι μαζί εδώ μέσα;»
τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια: Κι η βάγια Ευρύκλεια απηλογήθηκε με τέτοια λόγια κι είπε: