Page 285 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 285

284




               125  μῆτιν ἐπ᾿ ἀνθρώπους φάσ᾿ ἔμμεναι, οὐδέ κέ τίς τοι   άλλος δεν είναι με πιο φρόνιμη βουλή από σένα, κι ούτε
                    ἄλλος ἀνὴρ ἐρίσειε καταθνητῶν ἀνθρώπων.   θνητός κανείς αποδυνάζεται να μετρηθεί μαζί σου.
                    ἡμεῖς δ᾿ ἐμμεμαῶτες ἅμ᾿ ἑψόμεθ᾿, οὐδέ τί φημι   Εμείς, ορμή γεμάτοι, πίσω σου θα᾿ ρθούμε᾿ το κουράγιο
                    ἀλκῆς δευήσεσθαι, ὅση δύναμίς γε πάρεστιν.»    δε θα μας λείψει, με όση δύναμη πληθαίνει στο κορμί μας.»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος του απηλογήθη κι είπε:
                    Ὀδυσσεύς

               130  «τοιγὰρ ἐγὼν ἐρέω ὥς μοι δοκεῖ εἶναι ἄριστα.   «Εγώ να σου την πω τη γνώμη μου, την πιο σωστή που ξέρω᾿
                    πρῶτα μὲν ἂρ λούσασθε καὶ ἀμφιέσασθε χιτῶνας,   λουστείτε πρώτα πρώτα, αλλάξετε και γιορτινά ντυθείτε,
                    δμῳὰς δ᾿ ἐν μεγάροισιν ἀνώγετε εἵμαθ᾿ ἑλέσθαι:   και βάλτε του σπιτιού τις δούλες μας να στολιστούν, κι εκείνες'
                    αὐτὰρ θεῖος ἀοιδὸς ἔχων φόρμιγγα λίγειαν   κι ο τραγουδάρης την ψιλόφωνη κιθάρα του κρατώντας να πάρει
                    ἡμῖν ἡγείσθω φιλοπαίγμονος ὀρχηθμοῖο,   το σκοπό, χαρούμενο χορό να στήσετε όλοι'

               135  ὥς κέν τις φαίη γάμον ἔμμεναι ἐκτὸς ἀκούων,   κάποιος να πει πως γάμος γίνεται, γρικώντας σας απόξω,
                    ἢ ἀν᾿ ὁδὸν στείχων, ἢ οἳ περιναιετάουσι:   για στρατοκόπος που προσδιάβηκε για κι οι γειτόνοι γύρα'
                    μὴ πρόσθε κλέος εὐρὺ φόνου κατὰ ἄστυ γένηται   μην ξεχυθεί κι απλώσει το άκουσμα στο κάστρο, πως χαθήκαν
                    ἀνδρῶν μνηστήρων, πρίν γ᾿ ἡμέας ἐλθέμεν ἔξω   όλοι οι μνηστήρες, πριν προλάβουμε να βγούμε εμείς, να πάμε
                    ἀγρὸν ἐς ἡμέτερον πολυδένδρεον: ἔνθα δ᾿ ἔπειτα   όξω στο χτήμα το πολύδεντρο, κι εκεί να στοχαστούμε

               140  φρασσόμεθ᾿ ὅττι κε κέρδος Ὀλύμπιος ἐγγυαλίξῃ.»   όποια βουλή του Ολύμπου ο κύβερνος μας δώσει για καλό μας.»
                    ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿   Είπε ο Οδυσσέας, κι αυτοί στο λόγο του μετά χαράς συγκλίναν
                    ἐπίθοντο                              λούστηκαν πρώτα πρώτα κι άλλαξαν και γιορτινά ντύθηκαν,
                    πρῶτα μὲν οὖν λούσαντο καὶ ἀμφιέσαντο χιτῶνας,   στολίστηκαν κι οι δούλες᾿ παίρνοντας τη βαθουλή κιθάρα
                    ὅπλισθεν δὲ γυναῖκες: ὁ δ᾿ εἵλετο θεῖος ἀοιδὸς   κι ο θείος τραγουδιστής στα στήθη τους ξεσήκωσε τον πόθο
                    φόρμιγγα γλαφυρήν, ἐν δέ σφισιν ἵμερον ὦρσε
               145  μολπῆς τε γλυκερῆς καὶ ἀμύμονος ὀρχηθμοῖο.   χορό να στήσουν αψεγάδιαστο, γλυκά να τραγουδήσουν.
                    τοῖσιν δὲ μέγα δῶμα περιστεναχίζετο ποσσὶν   Κι απ᾿ των ποδιών τους χτύπους το τρανό παλάτι αντιδονούσε,
                    ἀνδρῶν παιζόντων καλλιζώνων τε γυναικῶν.   καθώς χόρευαν οι ομορφόζωστες γυναίκες με τους άντρες'
                    ὧδε δέ τις εἴπεσκε δόμων ἔκτοσθεν ἀκούων:   και τούτα λέγαν όσοι διάβαιναν γρικώντας τους άπόξω:
                    «ἦ μάλα δή τις ἔγημε πολυμνήστην βασίλειαν:   «Κάποιος παντρεύτη τη βασίλισσα την πολυγυρεμένη,

               150                                        κι ουδέ το αποδυνάστη η ανέσπλαχνη του αντρός της ν᾿ αφεντέψει.
                    σχετλίη, οὐδ᾿ ἔτλη πόσιος οὗ κουριδίοιο   τα σπίτια ως τέλος, απαντέχοντας ως να διαγείρει εκείνος.»
                    εἴρυσθαι μέγα δῶμα διαμπερές, ἧος ἵκοιτο.»   Τέτοια αναθίβαναν δεν κάτεχαν μαθές το τι είχε γίνει.
                    ὣς ἄρα τις εἴπεσκε, τὰ δ᾿ οὐκ ἴσαν ὡς ἐτέτυκτο.   Την ώρα αυτή ο Οδυσσέας ο αντρόκαρδος στο σπίτι του απ᾿ τα
                    αὐτὰρ Ὀδυσσῆα μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ
                                                          χέρια
                    Εὐρυνόμη ταμίη λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ,
                                                          της Ευρυνόμης της κελάρισσας ελούστη κι εμυρώθη᾿

               155  ἀμφὶ δέ μιν φᾶρος καλὸν βάλεν ἠδὲ χιτῶνα:   και φόρεσε χιτώνα κι όμορφη χλαμύδα, κι η Παλλάδα
                    αὐτὰρ κὰκ κεφαλῆς κάλλος πολὺ χεῦεν Ἀθήνη   απ᾿ το κεφάλι ως κάτω του 'χυνε πολλή ομορφιά, να δείχνει
                    μείζονά τ᾿ εἰσιδέειν καὶ πάσσονα: κὰδ δὲ κάρητος   σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος, κι από την κεφαλή του
                    οὔλας ἧκε κόμας, ὑακινθίνῳ ἄνθει ὁμοίας.   μαλλιά κρεμούσε σαν τα ολόσγουρα του ζουμπουλιού λουλούδια.
                    ὡς δ᾿ ὅτε τις χρυσὸν περιχεύεται ἀργύρῳ ἀνὴρ   Πως χύνει απά στο ασήμι μάλαμα καλός τεχνίτης, που 'χει

               160  ἴδρις, ὃν Ἥφαιστος δέδαεν καὶ Παλλὰς Ἀθήνη   απ᾿ την Παλλάδα και τον Ήφαιστο περίσσιες τέχνες μάθει,
                    τέχνην παντοίην, χαρίεντα δὲ ἔργα τελείει:   κι είναι ό,τι φτιάξει μαστορεύοντας όλο ομορφιά και χάρη —
                    ὣς μὲν τῷ περίχευε χάριν κεφαλῇ τε καὶ ὤμοις.   όμοια κι εκείνη χάρη του 'χυνε στην κεφαλή, στους ώμους,
                    ἐκ δ᾿ ἀσαμίνθου βῆ δέμας ἀθανάτοισιν ὁμοῖος:   κι απ᾿ το λουτρό θαρρείς αθάνατος ξεπρόβαλε στην όψη.
                    ἂψ δ᾿ αὖτις κατ᾿ ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐπὶ θρόνου ἔνθεν ἀνέστη,   Κι ως πίσω στο θρονί του εκάθισε, που λίγο πριν καθόταν

               165  ἀντίον ἧς ἀλόχου, καί μιν πρὸς μῦθον ἔειπε:   αντικριστά με τη γυναίκα του, κινούσε λόγια κι είπε:
                    «δαιμονίη, περί σοί γε γυναικῶν θηλυτεράων   «Καημένη, απ᾿ όλες όσες βρίσκουνται γυναίκες μόνο εσένα
   280   281   282   283   284   285   286   287   288   289   290