Page 290 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 290
289
335 ἡ ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, καὶ ἔτρεφεν ἠδὲ ἔφασκε στις βαθουλές σπηλιές, τον έθρεφε και το 'χε στο μυαλό της,
θήσειν ἀθάνατον καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα: αν μείνει, να τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα'
ἀλλὰ τοῦ οὔ ποτε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἔπειθεν: όμως ποτέ δεν του μετάστρεψε τη γνώμη μες στα στήθη'
ἠδ᾿ ὡς ἐς Φαίηκας ἀφίκετο πολλὰ μογήσας, και πως στους Φαίακες τέλος έφτασε, μετά από μύρια πάθη,
οἳ δή μιν περὶ κῆρι θεὸν ὣς τιμήσαντο κι εκείνοι ολόκαρδα ως αθάνατο τόνε τίμησαν όλοι,
340 καὶ πέμψαν σὺν νηὶ̈ φίλην ἐς πατρίδα γαῖαν, και με καράβι τον ξαπόστειλαν στη γη την πατρική του,
χαλκόν τε χρυσόν τε ἅλις ἐσθῆτά τε δόντες. με απλοχεριά χαλκό και μάλαμα και ρούχα δίνοντας του.
τοῦτ᾿ ἄρα δεύτατον εἶπεν ἔπος, ὅτε οἱ γλυκὺς Στερνός αυτός εστάθη ο λόγος του, κι ήρθε ο γλυκός ο γύπνος
ὕπνος τα μέλη λύνοντας του, λύνοντας και της ψυχής τις έγνοιες.
λυσιμελὴς ἐπόρουσε, λύων μελεδήματα θυμοῦ. Τότε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στοχάστηκε άλλα πάλε:
δ᾿ αὖτ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη:
345 ὁππότε δή ῥ᾿ Ὀδυσῆα ἐέλπετο ὃν κατὰ θυμὸν μόλις λογάριασε στα φρένα της πως ο Οδυσσέας εχάρη
εὐνῆς ἧς ἀλόχου ταρπήμεναι ἠδὲ καὶ ὕπνου, με τη γυναίκα του τον έρωτα και χόρτασε τον ύπνο,
αὐτίκ᾿ ἀπ᾿ Ὠκεανοῦ χρυσόθρονον ἠριγένειαν απ᾿ το ωκεάνειο ρέμα εσήκωσε, στη γη το φως να φέρει,
ὦρσεν, ἵν᾿ ἀνθρώποισι φόως φέροι: ὦρτο δ᾿ την πουρνογέννητη Χρυσόθρονη᾿ κι απ᾿ τ᾿ απαλό κλινάρι
Ὀδυσσεὺς σηκώθηκε ο Οδυσσέας, καί μίλησε στο ταίρι του γυρνώντας:
εὐνῆς ἐκ μαλακῆς, ἀλόχῳ δ᾿ ἐπὶ μῦθον ἔτελλεν:
350 «ὦ γύναι, ἤδη μὲν πολέων κεκορήμεθ᾿ ἀέθλων Γυναίκα, από πολλούς χορτάσαμε βαριούς ως τώρα μόχτους
ἀμφοτέρω, σὺ μὲν ἐνθάδ᾿ ἐμὸν πολυκηδέα νόστον κι οι δυο μας᾿ συ για τον πολύπαθο θρηνώντας γυρισμό μου
κλαίουσ᾿. αὐτὰρ ἐμὲ Ζεὺς ἄλγεσι καὶ θεοὶ ἄλλοι εδώ, και μένα ο Δίας κι οι επίλοιποι θεοί με βασάνιζαν
ἱέμενον πεδάασκον ἐμῆς ἀπὸ πατρίδος αἴης: μακριά απ᾿ το χώμα της πατρίδας μου, που λαχταρούσα τόσο.
νῦν δ᾿ ἐπεὶ ἀμφοτέρω πολυήρατον ἱκόμεθ᾿ εὐνήν, Τώρα που πια στο πολυπόθητο πλαγιάσαμε κλινάρι,
355 κτήματα μὲν τά μοι ἔστι, κομιζέμεν ἐν μεγάροισι, το βιος, αυτό που εδώ μου βρίσκεται, να το γνοιαστείς μονάχα᾿
μῆλα δ᾿ ἅ μοι μνηστῆρες ὑπερφίαλοι κατέκειραν, μα τα κοπάδια, αυτά που οι πέρφανοι μου ρήμαξαν μνηστήρες
πολλὰ μὲν αὐτὸς ἐγὼ ληί̈σσομαι, ἄλλα δ᾿ Ἀχαιοὶ — πολλά μεβιάς θ᾿ αρπάξω μόνος μου, κι άλλα ο λαός θα δώσει
δώσουσ᾿, εἰς ὅ κε πάντας ἐνιπλήσωσιν ἐπαύλους. από δικού του, ωσόπου οι μάντρες μου ξανά γεμίσουν όλες.
ἀλλ᾿ ἦ τοι μὲν ἐγὼ πολυδένδρεον ἀγρὸν ἔπειμι, Μα τώρα εγώ για το πολύδεντρο το χτήμα λέω να φύγω,
360 ὀψόμενος πατέρ᾿ ἐσθλόν, ὅ μοι πυκινῶς ἀκάχηται: να ιδώ τον αντρειανό τον κύρη μου, που ζει με τον καημό μου.
σοὶ δέ, γύναι, τάδ᾿ ἐπιτέλλω, πινυτῇ περ ἐούσῃ: Για σένα ορίζω, αν και μονάχος του μπορεί να κρίνει ο νους σου
αὐτίκα γὰρ φάτις εἶσιν ἅμ᾿ ἠελίῳ ἀνιόντι — τι μόλις κρούσει ο γήλιος, το άκουσμα θ᾿ απλώσει ευτύς ολούθε
ἀνδρῶν μνηστήρων, οὓς ἔκτανον ἐν μεγάροισιν: για τους μνηστήρες που σκοτώθηκαν στο σπίτι εδώ από μένα.
εἰς ὑπερῷ᾿ ἀναβᾶσα σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξὶν Λοιπόν ανέβα με τις βάγιες σου ψηλά στο ανώι και κάθου,
365 ἧσθαι, μηδέ τινα προτιόσσεο μηδ᾿ ἐρέεινε.» κανέναν να μη δουν τα μάτια σου μηδέ και να ρωτήσεις.»
ἦ ῥα καὶ ἀμφ᾿ ὤμοισιν ἐδύσετο τεύχεα καλά, Είπε, και πέρασε τα πάγκαλα στους ώμους άρματά του'
ὦρσε δὲ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην, μετά στον Εύμαιο, στον Τηλέμαχο και στο βουκόλο πήγε
πάντας δ᾿ ἔντε᾿ ἄνωγεν ἀρήϊα χερσὶν ἑλέσθαι. να τους ξυπνήσει κι είπε τ᾿ άρματα να πιάσουν του πολέμου.
οἱ δέ οἱ οὐκ ἀπίθησαν, ἐθωρήσσοντο δὲ χαλκῷ, Κι αυτοί, την προσταγή του ακούγοντας, με το χαλκό ζώστηκαν,
370 τις πόρτες άνοιξαν, κι ως έβγαιναν, μπροστά ο Oδυσσέας
ὤϊξαν δὲ θύρας, ἐκ δ᾿ ἤϊον: ἦρχε δ᾿ Ὀδυσσεύς.
τραβούσε.
ἤδη μὲν φάος ἦεν ἐπὶ χθόνα, τοὺς δ᾿ ἄρ᾿ Ἀθήνη
νυκτὶ κατακρύψασα θοῶς ἐξῆγε πόληος. Κιόλα το φως στη γης απλώνουνταν, μα εκείνους η Παλλάδα,
από το κάστρο ως βγαίναν, σε βαθύ τους έκρυβε σκοτάδι.