Page 292 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 292

291




                    κονίης
               40   κεῖσο μέγας μεγαλωστί, λελασμένος ἱπποσυνάων.  τη στροβιλούσα, πια κι αλόγατα ξεχνούσες και πολέμους.
                    ἡμεῖς δὲ πρόπαν ἦμαρ ἐμαρνάμεθ': οὐδέ κε   Κι εμείς ολημερίς παλεύαμε, κι ουδέ που θα σκολνούσε
                    πάμπαν                               ο πόλεμος, αν δε μας σκόλαζεν ο Δίας με ανεμοζάλη.
                    παυσάμεθα πτολέμου, εἰ μὴ Ζεὺς λαίλαπι   Κι ως πια στα πλοια, μακριά απ᾿ τον τάραχο σε φέραμε της μάχης
                    παῦσεν.                              και τ᾿ όομορφο κορμί σου πλύναμε με χλιό νερό και μύρο,
                    αὐτὰρ ἐπεί σ᾿ ἐπὶ νῆας ἐνείκαμεν ἐκ πολέμοιο,
                    κάτθεμεν ἐν λεχέεσσι, καθήραντες χρόα καλὸν

               45   ὕδατί τε λιαρῷ καὶ ἀλείφατι: πολλὰ δέ σ᾿ ἀμφὶ   σε στρώμα πάνω σε ξαπλώσαμε, κι οι Δαναοί ποτάμι
                    δάκρυα θερμὰ χέον Δαναοὶ κείροντό τε χαίτας.   καφτά τα δάκρυα χύναν γύρα σου και τα μαλλιά τους κόβαν.
                    μήτηρ δ᾿ ἐξ ἁλὸς ἦλθε σὺν ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν   Βγήκε κι η μάνα σου απ᾿ τη θάλασσα, το μήνυμα ως επήρε,
                    ἀγγελίης ἀί̈ουσα: βοὴ δ᾿ ἐπὶ πόντον ὀρώρει   με τις Νεράιδες τις αθάνατες, κι ακουστή απ᾿ τα πελάγη
                    θεσπεσίη, ὑπὸ δὲ τρόμος ἔλλαβε πάντας Ἀχαιούς:  θρήνος βαρύς, κι οι Αργίτες όλοι τους χίλια ριγιά ρίγησαν.

               50   καί νύ κ᾿ ἀναί̈ξαντες ἔβαν κοίλας ἐπὶ νῆας,   Στα βαθουλά καράβια θα 'τρεχαν γοργά να μπουν, αν κάποιος
                    εἰ μὴ ἀνὴρ κατέρυκε παλαιά τε πολλά τε εἰδώς,   δεν τους αντίσκοφτε, που κάτεχε πολλά και περασμένα,
                    Νέστωρ, οὗ καὶ πρόσθεν ἀρίστη φαίνετο βουλή:   ο Νέστορας, που πάντα η γνώμη του ξεχώριζε απ᾿ των άλλων.
                    ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:   Αυτός τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσά τους είπε:
                    «ἴσχεσθ᾿, Ἀργεῖοι, μὴ φεύγετε, κοῦροι Ἀχαιῶν:   ,, Σταθείτε, Αργίτες, γιατί φεύγετε, των Αχαιών βλαστάρια;

               55   μήτηρ ἐξ ἁλὸς ἥδε σὺν ἀθανάτῃς ἁλίῃσιν   Αυτή είναι η μάνα του, απ᾿ τη θάλασσα που φτάνει, το νεκρό της
                    ἔρχεται, οὗ παιδὸς τεθνηότος ἀντιόωσα.»   υγιό να ιδεί, με τις αθάνατες μαζί θαλασσοκόρες.
                    «ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἔσχοντο φόβου μεγάθυμοι   Είπε, κι οι Αργίτες οι τρανόκαρδοι πια τη φευγάλα αφήκαν.
                    Ἀχαιοί:                              Γύρα σου τότε οι κόρες στάθηκαν του θαλασσογερόντου
                    ἀμφὶ δέ σ᾿ ἔστησαν κοῦραι ἁλίοιο γέροντος   και σ᾿ έντυσαν με ροϋχα αθάνατα με σύθρηνο μεγάλο.
                    οἴκτρ᾿ ὀλοφυρόμεναι, περὶ δ᾿ ἄμβροτα εἵματα
                    ἕσσαν.

               60   Μοῦσαι δ᾿ ἐννέα πᾶσαι ἀμειβόμεναι ὀπὶ καλῇ   Κι οι Μούσες όλες, συναλλάζοντας, το μοιρολόι κινούσαν
                    θρήνεον: ἔνθα κεν οὔ τιν᾿ ἀδάκρυτόν γ᾿ ἐνόησας   γλυκόφωνα κι οι εννιά᾿ πια αδάκρυτο κανένα απ᾿ τους Αργίτες
                    Ἀργείων: τοῖον γὰρ ὑπώρορε Μοῦσα λίγεια.   δε θώρειες᾿ τόσο τους ξεσήκωνεν ο θλιβερός σκοπός τους.
                    ἑπτὰ δὲ καὶ δέκα μέν σε ὁμῶς νύκτας τε καὶ ἦμαρ   Ακέρια δεκαεφτά μερόνυχτα διάβηκαν, που κι άνθρωποι
                    κλαίομεν ἀθάνατοί τε θεοὶ θνητοί τ᾿ ἄνθρωποι:   θνητοι σε κλαίγαμε κι αθάνατοι μαζί θεοι, κι απάνω

               65   ὀκτωκαιδεκάτῃ δ᾿ ἔδομεν πυρί, πολλὰ δέ σ᾿ ἀμφὶ   στις δεκοχτώ σε παραδώκαμε στις φλόγες, και τρογύρα
                    μῆλα κατεκτάνομεν μάλα πίονα καὶ ἕλικας βοῦς.   βόδια στριφτόκερα σου σφάζαμε κι αρνιά παχιά περίσσια'
                    καίεο δ᾿ ἔν τ᾿ ἐσθῆτι θεῶν καὶ ἀλείφατι πολλῷ   κι όση ώρα εσύ σε ρούχα εκαιγουσουν θεϊκά, σε μέλι πλήθιο
                    καὶ μέλιτι γλυκερῷ: πολλοὶ δ᾿ ἥρωες Ἀχαιοὶ   γλυκό και λίπος, γοργοσάλευαν πολλοι αντρειωμένοι Αργίτες
                    τεύχεσιν ἐρρώσαντο πυρὴν πέρι καιομένοιο,   τρογύρα απ᾿ την πυρά που σ᾿ έκαιγε, φορώντας τ᾿ άρματά τους,
               70   πεζοί θ᾿ ἱππῆές τε: πολὺς δ᾿ ὀρυμαγδὸς ὀρώρει   πεζοί κι αμαξολάτες, κι έφτανε τ᾿ αψηλού ο τάραχος τους.
                    αὐτὰρ ἐπεὶ δή σε φλὸξ ἤνυσεν Ἡφαίστοιο,   Μα σύντας τέλος σε κατάφαγε του Ηφαίστου η φλόγα, τ᾿ άσπρα
                    ἠῶθεν δή τοι λέγομεν λεύκ᾿ ὀστέ᾿, Ἀχιλλεῦ,   τα κόκαλα σου, ξημερώνοντας, μαζέψαμε σε άκρατο
                    οἴνῳ ἐν ἀκρήτῳ καὶ ἀλείφατι: δῶκε δὲ μήτηρ   μέσα κρασί, Αχιλλέα, και σε άλειμμα᾿ κι η μάνα σου μια στάμνα
                    χρύσεον ἀμφιφορῆα: Διωνύσοιο δὲ δῶρον   χρυσή μας είχε δώκει, κι έλεγε του Διόνυσου πως είναι

               75   φάσκ᾿ ἔμεναι, ἔργον δὲ περικλυτοῦ Ἡφαίστοιο.   δώρο φτιαγμένο από τον Ήφαιστο, τον ξακουστό τεχνίτη.
                    ἐν τῷ τοι κεῖται λεύκ᾿ ὀστέα, φαίδιμ᾿ Ἀχιλλεῦ,   Τρανέ Αχιλλέα, κει μέσα κοίτουνται τα κόκαλα σου τ᾿ άσπρα,
                    μίγδα δὲ Πατρόκλοιο Μενοιτιάδαο θανόντος,   με του Πατρόκλου που σκοτώθηκε σμιγμένα, κι είναι χώρια
                    χωρὶς δ᾿ Ἀντιλόχοιο, τὸν ἔξοχα τῖες ἁπάντων   του Αντίλοχου, που τον ξεχώριζες τιμώντας τον πιο απ᾿ όλους,
                    τῶν ἄλλων ἑτάρων, μετὰ Πάτροκλόν γε θανόντα.   απ᾿ τον καιρό που εχάθη ο Πάτροκλος, τους άλλους σου
   287   288   289   290   291   292   293   294   295   296   297