Page 297 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 297
296
τὸν δὲ παριστάμενος προσεφώνεε φαίδιμος υἱός: ήρθε κοντά του ο γιος του ο ασύγκριτος κι αυτά τα λόγια του 'πε:
«ὦ γέρον, οὐκ ἀδαημονίη σ᾿ ἔχει ἀμφιπολεύειν «Δε δείχνεις, γέροντα μου, αμάθητος να καλουργάς περβόλι'
245 ὄρχατον, ἀλλ᾿ εὖ τοι κομιδὴ ἔχει, οὐδέ τι πάμπαν, όλα τα γνοιάζεσαι περίκαλα, κι απ᾿ τις βραγιές, τα φύτρα,
οὐ φυτόν, οὐ συκέη, οὐκ ἄμπελος, οὐ μὲν ἐλαίη, απ᾿ τις συκιές, από τα λιόδεντρα, τις αχλαδιές, το αμπέλι
οὐκ ὄγχνη, οὐ πρασιή τοι ἄνευ κομιδῆς κατὰ η έγνοια η δικιά σου δεν απόλειψε στο χτήμα τούτο μέσα.
κῆπον. Όμως κάτι άλλο εγώ θα σου 'λεγα και μην κακοκαρδίσεις:
ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δὲ μὴ χόλον ἔνθεο θυμῷ Τον ίδιο εσένα ποιος τον γνοιάζεται; τα γερατιά σε δέρνουν
αὐτόν σ᾿ οὐκ ἀγαθὴ κομιδὴ ἔχει, ἀλλ᾿ ἅμα γῆρας
250 λυγρὸν ἔχεις αὐχμεῖς τε κακῶς καὶ ἀεικέα ἕσσαι. βαριά, και τριγυρίζεις άλουστος και κακοφορεμένος!
οὐ μὲν ἀεργίης γε ἄναξ ἕνεκ᾿ οὔ σε κομίζει, Απρόκοπος δεν είσαι, ο αφέντης σου να μη σε λογαριάζει'
οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι μα ουδέ και σκλάβος απ᾿ τα ανάριμμα κι από την όψη δείχνεις,
εἶδος καὶ μέγεθος: βασιλῆϊ γὰρ ἀνδρὶ ἔοικας. όταν σε δει κανένας᾿ πιότερο μαθές με ρήγα μοιάζεις —
τοιούτῳ δὲ ἔοικας, ἐπεὶ λούσαιτο φάγοι τε, με ρήγα μοιάζεις, που σα λούστηκε κι απόφαγε, σε στρώμα
255 εὑδέμεναι μαλακῶς: ἡ γὰρ δίκη ἐστὶ γερόντων. να κοιμηθεί γλυκά θα ταίριαζε᾿ τι αυτά στο γέρο πρέπουν.
ἀλλ᾿ ἄγε μοι τόδε εἰπὲ καὶ ἀτρεκέως κατάλεξον, Μον᾿ έλα τώρα, αυτό μολόγα μου και την αλήθεια πες μου:
τεῦ δμὼς εἶς ἀνδρῶν; τεῦ δ᾿ ὄρχατον Ποιος είναι ο αφέντης που το χτήμα του δουλεύεις; πως τον λένε;
ἀμφιπολεύεις; Σε τούτο ακόμα δώσ᾿ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω,
καὶ μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ, αν είναι η Ιθάκη αύτη που φτάσαμε, καθώς πιο κει, πριν λίγο,
εἰ ἐτεόν γ᾿ Ἰθάκην τήνδ᾿ ἱκόμεθ᾿, ὥς μοι ἔειπεν
260 οὗτος ἀνὴρ νῦν δὴ ξυμβλήμενος ἐνθάδ᾿ ἰόντι, μου το᾿ πε κάποιος που ανταμώθηκα μαζί του, εδώ ως ερχόμουν.
οὔ τι μάλ᾿ ἀρτίφρων, ἐπεὶ οὐ τόλμησεν ἕκαστα Ξύπνος περίσσια δε μου φάνηκε, τι υπομονή δεν είχε
εἰπεῖν ἠδ᾿ ἐπακοῦσαι ἐμὸν ἔπος, ὡς ἐρέεινον να μου μιλήσει και τα λόγια μου ν᾿ ακούσει᾿ τον ρωτούσα
ἀμφὶ ξείνῳ ἐμῷ, ἤ που ζώει τε καὶ ἔστιν αν είναι ζωντανός ο φίλος μου και, βρίσκεται στον κόσμο,
ἦ ἤδη τέθνηκε καὶ εἰν Ἀί̈δαο δόμοισιν. για έχει πεθάνει πια και βρίσκεται στον άραχλο τον Άδη'
265 ἐκ γάρ τοι ἐρέω, σὺ δὲ σύνθεο καί μευ ἄκουσον: το αυτό σου λέω, κι εσύ τα λόγια μου στοχάσου κι άκουσε μου:
ἄνδρα ποτ᾿ ἐξείνισσα φίλῃ ἐνὶ πατρίδι γαίῃ Κάποτε κάποιον φιλοκόνεψα στη γη την πατρική μου,
ἡμέτερόνδ᾿ ἐλθόντα, καὶ οὔ πω τις βροτὸς ἄλλος στο αρχοντικό μας᾿ λέω δε βρέθηκε ξενομερίτης άλλος
ξείνων τηλεδαπῶν φιλίων ἐμὸν ἵκετο δῶμα: να μπεί στο σπίτι μου και πιότερην αγάπη να του δείξω.
εὔχετο δ᾿ ἐξ Ἰθάκης γένος ἔμμεναι, αὐτὰρ ἔφασκε Απ᾿ την Ιθάκη εκείνος πέτουνταν πως η γενιά του σέρνει,
270 Λαέρτην Ἀρκεισιάδην πατέρ᾿ ἔμμεναι αὐτῷ. και τον υγιό του Αρκείσιου κύρη του πως έχει, το Λαέρτη.
τὸν μὲν ἐγὼ πρὸς δώματ᾿ ἄγων ἐὺ̈ ἐξείνισσα, Εγώ στο σπίτι μου τον έφερα να τον καλοσκαμνίσω,
ἐνδυκέως φιλέων, πολλῶν κατὰ οἶκον ἐόντων, κι απ᾿ τα πολλά κει μέσα που 'κρυβα τον φίλεψα με αγάπη,
καί οἱ δῶρα πόρον ξεινήϊα, οἷα ἐῴκει. και δώρα της φιλίας του χάρισα, σε ξένους ως ταιριάζει'
χρυσοῦ μέν οἱ δῶκ᾿ εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα, τάλαντα εφτά χρυσάφι του 'δωκα με τέχνη δουλεμένο,
275 δῶκα δέ οἱ κρητῆρα πανάργυρον ἀνθεμόεντα, κι ένα —καθάριο ασήμι —ανθόπλουμο του χάρισα κροντήρι,
δώδεκα δ᾿ ἁπλοί̈δας χλαίνας, τόσσους δὲ κάπες μονές ακόμα δώδεκα, σκεπάσματα άλλα τόσα,
τάπητας, και δώδεκα φλοκάτες όμορφες, χιτώνες άλλους τόσους'
τόσσα δὲ φάρεα καλά, τόσους δ᾿ ἐπὶ τοῖσι και χώρια σκλάβες, σε αψεγάδιαστες δουλειές τρανές τεχνίτρες,
χιτῶνας, όμορφες, τέσσερεις, μονάχος του να τις διαλέξει, ως θέλει.»
χωρὶς δ᾿ αὖτε γυναῖκας, ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας,
τέσσαρας εἰδαλίμας, ἃς ἤθελεν αὐτὸς ἑλέσθαι.»
280 τὸν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα πατὴρ κατὰ δάκρυον εἴβων: Και του αποκρίθη τότε ο κύρης του με βουρκωμένα μάτια:
«ξεῖν᾿, ἦ τοι μὲν γαῖαν ἱκάνεις, ἣν ἐρεείνεις, «Ξένε, στη χώρα που με ρώτησες αλήθεια φτάνεις τώρα,
ὑβρισταὶ δ᾿ αὐτὴν καὶ ἀτάσθαλοι ἄνδρες ἔχουσιν: μα αυτοί που την ορίζουν άνομοι κι αδικοπράχτες είναι.
δῶρα δ᾿ ἐτώσια ταῦτα χαρίζεο, μυρί᾿ ὀπάζων: Του ανέμου πήγαν όσα χάρισες, αρίφνητα κι ας ήταν!