Page 300 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 300
299
τάχιστα.» Τέτοια αναθίβαναν, και κίνησαν να παν στην κατοικία τους'
ὣς ἄρα φωνήσαντε βάτην πρὸς δώματα καλά. κι ως μπήκαν μέσα στο αρχοντόσπιτο, πέτυχαν το βουκόλο
οἱ δ᾿ ὅτε δή ῥ᾿ ἵκοντο δόμους εὖ ναιετάοντας, να 'χει βαλθεί με τον Τηλέμαχο και το χοιροβοσκό τους
εὗρον Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην να κόβουν κρέατα και φλογόμαυρο κρασί να συγκερνούνε.
ταμνομένους κρέα πολλὰ κερῶντάς τ᾿ αἴθοπα
οἶνον.
365 ὣτόφρα δὲ Λαέρτην μεγαλήτορα ᾧ ἐνὶ οἴκῳ Ωστόσο η βάγια η Σικελιώτισσα τον αντρειανό Λαέρτη
ἀμφίπολος Σικελὴ λοῦσεν καὶ χρῖσεν ἐλαίῳ, στο σπίτι μέσα πήρε κι έλουσε, τον άλειψε με μύρο
ἀμφὶ δ᾿ ἄρα χλαῖναν καλὴν βάλεν: αὐτὰρ Ἀθήνη κι ώριο μαντί μετά του φόρεσε᾿ κι ήρθε η Αθηνά κοντά του
ἄγχι παρισταμένη μέλε᾿ ἤλδανε ποιμένι λαῶν, και το κορμί σιδεροστέλιωσε μεμιάς του στρατολάτη,
μείζονα δ᾿ ἠὲ πάρος καὶ πάσσονα θῆκεν ἰδέσθαι. σαν πιο γεμάτος, πιο αψηλόκορμος απ᾿ ό,τι πριν να δείχνει.
370 ἐκ δ᾿ ἀσαμίνθου βῆ: θαύμαζε δέ μιν φίλος υἱός, Κι ως βγήκε απ᾿ το λουτρό, τον κοίταζεν ο γιος του με καμάρι,
ὡς ἴδεν ἀθανάτοισι θεοῖς ἐναλίγκιον ἄντην: θωρώντας τον με τους αθάνατους θεούς να μοιάζει τόσο,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: και κράζοντας τον ανεμάρπαστα κινούσε λόγια κι είπε:
«ὦ πάτερ, ἦ μάλα τίς σε θεῶν αἰειγενετάων «Απ᾿ τους θεούς, πατέρα, σίγουρα τους ανοαώνιους κάποιος
εἶδός τε μέγεθός τε ἀμείνονα θῆκεν ἰδέσθαι.» να δείχνεις σ᾿ έκανε ομορφότερος στην ελικιά, στην όψη!»
375 τὸν δ᾿ αὖ Λαέρτης πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: Κι ο μυαλωμένος του αποκρίθηκε Λαέρτης μ᾿ έτοια λόγια:
«αἲ γάρ, Ζεῦ τε πάτερ καὶ Ἀθηναίη καὶ Ἄπολλον, «Να᾿ μα-τον πατέρα Δία κι Απόλλωνα και συ Αθηνά, σαν τότε
οἷος Νήρικον εἷλον, ἐϋκτίμενον πτολίεθρον, που πήρα το καστρί τ᾿ ωριόχτιστο του Νήρικου απαντίκρυ,
ἀκτὴν ἠπείροιο, Κεφαλλήνεσσιν ἀνάσσων, στη γλώσσα της στεριάς, κι αφέντευα Κεφαλωνίτες — τέτοιος
τοῖος ἐών τοι χθιζὸς ἐν ἡμετέροισι δόμοισιν, να᾿ μουν μαθές και χτες στο σπίτι μας, και να φορώ στους ώμους
380 τεύχε᾿ ἔχων ὤμοισιν, ἐφεστάμεναι καὶ ἀμύνειν τ᾿ άρματα ορθός στο πλάι σου, πόλεμο κι εγώ με τους μνηστήρες
ἄνδρας μνηστῆρας: τῷ κε σφέων γούνατ᾿ ἔλυσα ν᾿ ανοίξω᾿ σε περίσσιους θα 'λυνα στο αρχοντικό μας μέσα
πολλῶν ἐν μεγάροισι, σὺ δὲ φρένας ἔνδον τα γόνατα᾿ και θ᾿ αναγάλλιαζες και συ βαθιά στα φρένα!»
ἐγήθεις.» Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
ὣς οἷ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον. κι ως τις δουλειές τους οι άλλοι τέλεψαν και σύνταξαν το γιόμα,
οἱ δ᾿ ἐπεὶ οὖν παύσαντο πόνου τετύκοντό τε
δαῖτα,
385 ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε: αράδα σε θρονιά καθόντουσαν και σε σκαμνιά να φάνε.
ἔνθ᾿ οἱ μὲν δείπνῳ ἐπεχείρεον, ἀγχίμολον δὲ Μα εκεί στα φαγητά που λέγανε ν᾿ απλώσουν, ο Δόλιος
ἦλθ᾿ ὁ γέρων Δολίος, σὺν δ᾿ υἱεῖς τοῖο γέροντος, ο γέροντας κι οι γιοι του γέροντα ζύγωσαν, κουρασμένοι
ἐξ ἔργων μογέοντες, ἐπεὶ προμολοῦσα κάλεσσεν απ᾿ της δουλειάς το μόχτο᾿ η μάνα τους προβέλνοντας τους είχε
μήτηρ γρηῦς Σικελή, ἥ σφεας τρέφε καί ῥα καλέσει, η βάγια η Σικελιώτισσα, πού τους γνοιαζόταν πάντα,
γέροντα
390 ἐνδυκέως κομέεσκεν, ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν. μα πιότερο το γέρο κύρη τους, τι είχε πολύ βαρύνει.
οἱ δ᾿ ὡς οὖν Ὀδυσῆα ἴδον φράσσαντό τε θυμῷ, Τούτοι σαν είδαν και κατάλαβαν τον Οδυσσέα μπροστά τους,
ἔσταν ἐνὶ μεγάροισι τεθηπότες: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς τα χάσαν και στη μέση εστάθηκαν της κάμαρας, μα εκείνος
μειλιχίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος προσέειπεν: με λόγια μαλακά τους μίλησε, να τους ψευτομαλώσει:
«ὦ γέρον, ἵζ᾿ ἐπὶ δεῖπνον, ἀπεκλελάθεσθε δὲ « Γέροντα, κάτσε τρώγε, κι όλοι σας τη σαστισμάρα αφήστε'
θάμβευς:
395 δηρὸν γὰρ σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες ώρα πολλή ψωμί να βάλουμε στο στόμα λαχταρούμε,
μίμνομεν ἐν μεγάροις, ὑμέας ποτιδέγμενοι αἰεί.» κι όμως δεν τρώμε περιμένοντας κάθε στιγμή να 'ρθείτε.»
ὣς ἄρ ἔφη, Δολίος δ᾿ ἰθὺς κίε χεῖρε πετάσσας Αυτά είπε, κι ο Δόλιος, απλώνοντας τα χέρια, πήρε δρόμο
ἀμφοτέρας, Ὀδυσεῦς δὲ λαβὼν κύσε χεῖρ᾿ ἐπὶ γραμμή στον Οδυσσέα, κι αρπώντας του τα χέρια τον φιλούσε,
καρπῷ, και κράζοντας τον ανεμάρπαστα μιλούσε λόγια κι είπε:
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: