Page 301 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 301

300




               400  «ὦ φίλ᾿, ἐπεὶ νόστησας ἐελδομένοισι μάλ᾿ ἡμῖν   «Φίλε ακριβέ, σε αποζητούσαμε —χωρίς καμιάν ελπίδα!
                    οὐδ᾿ ἔτ᾿ ὀϊομένοισι, θεοὶ δέ σ᾿ ἀνήγαγον αὐτοί,   Μα αφού διαγέρνεις κι ειν᾿ οι αθάνατοι που σ᾿ έχουν φέρει πίσω,
                    οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν.   γεια και χαρά, κι απ᾿ τους αθάνατους καλό να βλέπεις μόνο!
                    καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ,   Σε τούτο τώρα δωσ᾿ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω:
                    ἢ ἤδη σάφα οἶδε περίφρων Πηνελόπεια   η Πηνελόπη τάχα το 'μαθε πως έχεις πια διαγείρει,

               405  νοστήσαντά σε δεῦρ᾿, ἦ ἄγγελον ὀτρύνωμεν.»   η μυαλωμένη, γιά να στείλουμε κανένα αποκρισάρη;»
                    τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς                             «Το ξέρει, γέροντα᾿ να γνοιάζεσαι καμιά δεν είναι ανάγκη!»
                    «ὦ γέρον, ἤδη οἶδε: τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι;»   Είπε, κι εκείνος ξανακάθισε στο μαγλινό σκαμνί του.
                    ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αὖτις ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐϋξέστου ἐπὶ δίφρου.  Όμοια κι οι γιοι του τριγυρίζοντας τον ξακουστό Οδυσσέα
                    ὣς δ᾿ αὔτως παῖδες Δολίου κλυτὸν ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα

               410  δεικανόωντ᾿ ἐπέεσσι καὶ ἐν χείρεσσι φύοντο,   του λέγαν τα καλωσορίσματα και του 'σφιγγαν τα χέρια'
                    ἑξείης δ᾿ ἕζοντο παραὶ Δολίον, πατέρα σφόν.    πλάι στο Δόλιο μετά, τον κύρη τους, με τη σειρά κάθισαν.
                    ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο:   Έτσι στρώθηκαν τούτοι κι έτρωγαν στην κατοικία᾿ μα η Φήμη
                    Ὄσσα δ᾿ ἄρ᾿ ἄγγελος ὦκα κατὰ πτόλιν ᾤχετο   το κάστρο βιαστικά γυρόφερνε και διαλαλούσε σ᾿ όλους
                    πάντη,                               τον άγριο των μνηστήρων θάνατο, τη μοίρα που τους βρήκε.
                    μνηστήρων στυγερὸν θάνατον καὶ κῆρ᾿
                    ἐνέπουσα.
               415  οἱ δ᾿ ἄρ᾿ ὁμῶς ἀί̈οντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος   Κι εκείνοι, ως τ᾿ άκουσαν, συνάζουνταν, καθένας απ᾿ ολλούθε,
                    μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ᾿   μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο με γόσματα και θρήνους'
                    Ὀδυσῆος,                             και τους νεκρούς έβγαζαν κι έθαβαν καθένας τον δικό το'
                    ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι,   κι όσους απ᾿ άλλους τόπους ήξεραν τους δίναν σε ψαράδες,
                    τοὺς δ᾿ ἐξ ἀλλάων πολίων οἶκόνδε ἕκαστον   για να τους παν γοργά με τ᾿ άρμενα στο σπίτι του καθέναν
                    πέμπον ἄγειν ἁλιεῦσι θοῇς ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες:

               420  αὐτοὶ δ᾿ εἰς ἀγορὴν κίον ἀθρόοι, ἀχνύμενοι κῆρ.   μετά στην αγορά μαζώνανταν με πικραμένα σπλάχνα.
                    αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾿ ἐγένοντο,   Μόλις εκεί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
                    τοῖσιν δ᾿ Εὐπείθης ἀνά θ᾿ ἵστατο καὶ μετέειπε:   πεταχτή ορθός ο Ευπείθης κι άρχισε να λέγει αναμεσά τους'
                    παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔκειτο,   του γιου του ο θάνατος αβάσταχτος του πλάκωνε τα στήθη,
                    Ἀντινόου, τὸν πρῶτον ἐνήρατο δῖος Ὀδυσσεύς:   του Αντίνοου, που ο Οδυσσέας ολόπρωτο τον είχε κονταρέψει.

               425  τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:   Για τούτον τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσά τους:
                    «ὦ φίλοι, ἦ μέγα ἔργον ἀνὴρ ὅδ᾿ ἐμήσατ᾿   «Ο άντρας αυτός για μας μελέτησε δουλειές μεγάλες, φίλοι!
                    Ἀχαιούς:                             Άλλους μαθές, πολλούς κι αντρόκαρδους, με τα καράβια επήρε,
                    τοὺς μὲν σὺν νήεσσιν ἄγων πολέας τε καὶ   και τα βαθιά καράβια αφάνισε, κι αφάνισε κι εκείνους'
                    ἐσθλοὺς                              κι άλλους, ως ήρθε τώρα, σκότωσε, τους πιο αντρειανούς Αργίτες.
                    ὤλεσε μὲν νῆας γλαφυράς, ἀπὸ δ᾿ ὤλεσε λαούς:
                    τοὺς δ᾿ ἐλθὼν ἔκτεινε Κεφαλλήνων ὄχ᾿ ἀρίστους,

               430  ἀλλ᾿ ἄγετε, πρὶν τοῦτον ἢ ἐς Πύλον ὦκα ἱκέσθαι   Μα ελάτε, πριν εκείνος γρήγορα στους Επειούς ξεφύγει,
                    ἢ καὶ ἐς Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί,   που κυβερνούν τη θεία την Ήλιδα, για και στην Πύλο,
                    ἴομεν: ἦ καὶ ἔπειτα κατηφέες ἐσσόμεθ᾿ αἰεί:   πάμε να του ριχτούμε᾿ αλλιώς μας έπνιξε για πάντα η καταφρόνια.
                    λώβη γὰρ τάδε γ᾿ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι,   Θα 'ταν μαθές ντροπή οι μελλούμενες γενιές και να τ᾿ ακούσουν,
                    εἰ δὴ μὴ παίδων τε κασιγνήτων τε φονῆας   απ᾿ τους φονιάδες πως δεν πήραμε των γιων, των αδερφιών μας

               435  τισόμεθ᾿. οὐκ ἂν ἐμοί γε μετὰ φρεσὶν ἡδὺ γένοιτο   το γαίμα πίσω. Δε θα το 'θελα να ζω στον κόσμο᾿ κάλλιο
                    ζωέμεν, ἀλλὰ τάχιστα θανὼν φθιμένοισι μετείην.   νεκρός κι εγώ μιαν ώρα αρχύτερα με τους νεκρούς τους άλλους!
                    ἀλλ᾿ ἴομεν, μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι.»   Πάμε, μην τύχει και προφταίνοντας διαβούν εκείνοι αντίκρυ!»
                    ὣς φάτο δάκρυ χέων, οἶκτος δ᾿ ἕλε πάντας   Αυτά είπε, κι όλοι τον συμπόνεσαν οι Αργίτες, που θρηνούσε.
                    Ἀχαιούς.                             Κοντά τους ήρθε τότε ο Μέδοντας απ᾿ του Οδυσσέα το σπίτι
   296   297   298   299   300   301   302   303   304