Page 294 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 294

293




               120  τὸν δ᾿ αὖτε ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀμφιμέδοντος:   Και του αποκρίθη του Αμφιμέδοντα τότε η ψυχή και του 'πε:
                    «Ἀτρεί̈δη κύδιστε, ἄναξ ἀνδρῶν Ἀγάμεμνον,   «Υγιέ του Ατρέα, τρανέ Αγαμέμνονα, ρηγάρχη τιμημένε,
                    μέμνημαι τάδε πάντα, διοτρεφές, ὡς ἀγορεύεις:   κρατώ τα πάντα, αρχοντογέννητε, καθώς τα λες, στο νου μου.
                    σοὶ δ᾿ ἐγὼ εὖ μάλα πάντα καὶ ἀτρεκέως καταλέξω,  Τώρα, τα πάντα εγώ απαράλλαχτα να σου ιστορήσω θέλω,
                    ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τέλος, οἷον ἐτύχθη.   στου χαλασμού μας πως εφτάσαμε μαθές την άγριαν ώρα:

               125  μνώμεθ᾿ Ὀδυσσῆος δὴν οἰχομένοιο δάμαρτα:   Το ταίρι του Οδυσσέα, που χρόνιζε στα ξένα, για γυναίκα
                    ἡ δ᾿ οὔτ᾿ ἠρνεῖτο στυγερὸν γάμον οὔτ᾿ ἐτελεύτα,   γυρεύαμε΄ μα αυτή, που οχτρεύουνταν το γάμο, μήτε, αρνιόταν
                    ἡμῖν φραζομένη θάνατον καὶ κῆρα μέλαιναν,   μηδέ τον τέλευε, τι θάνατο κακό μας μελετούσε.
                    ἀλλὰ δόλον τόνδ᾿ ἄλλον ἐνὶ φρεσὶ μερμήριξε:   Κι αυτός ο δόλος ο άλλος που 'βαλε στα φρένα της μιά μέρα!
                    στησαμένη μέγαν ἱστὸν ἐνὶ μεγάροισιν ὕφαινε,   Τρανό αργαλειό στο ανώι της έστησε και κίνησε να υφάνει

               130  λεπτὸν καὶ περίμετρον: ἄφαρ δ᾿ ἡμῖν μετέειπε:   πανί μακρύ πολύ, ψιλόκλωστο, κι αυτά μας είπε τότε:
                    «‘κοῦροι ἐμοὶ μνηστῆρες, ἐπεὶ θάνε δῖος   ,, Εσείς οι νιοί που με γυρεύετε, μια κι ο Οδυσσέας εχάθη,
                    Ὀδυσσεύς,                            για καρτεράτε με, κι ας βιάζεστε για γάμο, να τελέψω
                    μίμνετ᾿ ἐπειγόμενοι τὸν ἐμὸν γάμον, εἰς ὅ κε   καν το διασίδι αυτό, τα νήματα να μη μου παν χαμένα.
                    φᾶρος                                Του αρχοντικού Λαέρτη σάβανο το φτιάνω, για την ώρα
                    ἐκτελέσω, μή μοι μεταμώνια νήματ᾿ ὄληται,
                    Λαέρτῃ ἥρωϊ ταφήϊον, εἰς ὅτε κέν μιν

               135  μοῖρ᾿ ὀλοὴ καθέλῃσι τανηλεγέος θανάτοιο,   που θα τον πάρει ο ανήλεος θάνατος κι η ασβολωμένη μοιρα'
                    μή τίς μοι κατὰ δῆμον Ἀχαιϊάδων νεμεσήσῃ,   να μη βρεθεί στον κόσμο Αργίτισσα μαζί μου να τα βάλει,
                    αἴ κεν ἄτερ σπείρου κεῖται πολλὰ κτεατίσσας.’    τάχα πως κοίτετοα ασαβάνωτος, κι ας είχε τόσα πλούτη.
                    «ὣς ἔφαθ᾿, ἡμῖν δ᾿ αὖτ᾿ ἐπεπείθετο θυμὸς   Έτσι μας μίλησε, κι η πέρφανη καρδιά μας τ᾿ αποδέχτη.
                    ἀγήνωρ.                              Κι εκείνη όλη τη μέρα δούλευε το ατέλειωτο πανί της,
                    ἔνθα καὶ ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν,

               140  νύκτας δ᾿ ἀλλύεσκεν, ἐπεὶ δαί̈δας παραθεῖτο.   και πάλε ολονυχτίς το ξύφαινε στο φως δαδιών που άναβαν.
                    ὣς τρίετες μὲν ἔληθε δόλῳ καὶ ἔπειθεν Ἀχαιούς:   Τρεις χρόνους κράτησεν ο δόλος της πλανεύοντας μας όλους'
                    ἀλλ᾿ ὅτε τέτρατον ἦλθεν ἔτος καὶ ἐπήλυθον ὧραι,   όμως στους τέσσερεις, σαν κύλησαν πάλι οι εποχές του χρόνου,
                    μηνῶν φθινόντων, περὶ δ᾿ ἤματα πόλλ᾿ ἐτελέσθη,   κι οι μήνες έτρεχαν, και διάβαιναν μια μια οι περίσσιες μέρες,
                    καὶ τότε δή τις ἔειπε γυναικῶν, ἣ σάφα ᾔδη,   τότε μια σκλάβα της που τα 'ξερε μας τα μολόγησε όλα,

               145  καὶ τήν γ᾿ ἀλλύουσαν ἐφεύρομεν ἀγλαὸν ἱστόν.   και την επιάσαμε που ξύφαινε το στραφτερό πανί της'
                    ὣς τὸ μὲν ἐξετέλεσσε καὶ οὐκ ἐθέλουσ᾿, ὑπ᾿   κι έτσι άθελα της το αποτέλειωσε, σφιγμένη απ᾿ την ανάγκη.
                    ἀνάγκης.                             Μα μόλις ύφανε και ξέπλυνε τ᾿ ολόμακρο πανί της
                    «εὖθ᾿ ἡ φᾶρος ἔδειξεν, ὑφήνασα μέγαν ἱστόν,   και το 'δειξε, έτσι που στραφτάλιζε σαν ήλιος, σα φεγγάρι,
                    πλύνασ᾿, ἠελίῳ ἐναλίγκιον ἠὲ σελήνῃ,   τον Οδυσσέα θεός οδήγησε κακός —ποιος ξέρει πούθε!—
                    καὶ τότε δή ῥ᾿ Ὀδυσῆα κακός ποθεν ἤγαγε δαίμων

               150                                       στα ξώμερα, μακριά απ᾿ το κάστρο μας, στου Ευμαίου το σπίτι πέρα.
                    ἀγροῦ ἐπ᾿ ἐσχατιήν, ὅθι δώματα ναῖε συβώτης.

                    ἔνθ᾿ ἦλθεν φίλος υἱὸς Ὀδυσσῆος θείοιο,
                                                         Εκεί ο Οδυσσέας ο θείος αντάμωσε τι γιο του, που απ᾿ την Πύλο
                    ἐκ Πύλου ἠμαθόεντος ἰὼν σὺν νηὶ̈ μελαίνῃ:
                    τὼ δὲ μνηστῆρσιν θάνατον κακὸν ἀρτύναντε   την αμμουδάτη πίσω διάγερνε στο μαύρο του καράβι.
                                                         Κι ως των μνηστήρων αποφάσισαν εκείνοι οι δυο τον άγριο
                    ἵκοντο προτὶ ἄστυ περικλυτόν, ἦ τοι Ὀδυσσεὺς
                                                         το χαλασμό, κίνησαν κι έφτασαν στο ξακουσμένο κάστρο,
               155  ὕστερος, αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾿ ἡγεμόνευε.   πίσω ο Οδυσσέας, μπροστά ο Τηλέμαχος, ανοίγοντας το δρόμο.
                    τὸν δὲ συβώτης ἦγε κακὰ χροὶ̈ εἵματ᾿ ἔχοντα,   Με το χοιροβοσκό επορεύουνταν εκείνος, κουρελιάρης,
                    πτωχῷ λευγαλέῳ ἐναλίγκιον ἠδὲ γέροντι   με την ειδή ζητιάνου, γέροντα και λεροφορεμένου,
                    σκηπτόμενον: τὰ δὲ λυγρὰ περὶ χροὶ̈ εἵματα ἕστο:   και στο ραβδί ακουμπούσε, κι έζωναν ξεφτίδια το κορμί του.
                    οὐδέ τις ἡμείων δύνατο γνῶναι τὸν ἐόντα   Κι ουδέ κανείς μας το κατάλαβε πως ήταν ο Οδυσσέας,
   289   290   291   292   293   294   295   296   297   298   299