Page 293 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 293

292




                                                         συντρόφους.
               80   ἀμφ᾿ αὐτοῖσι δ᾿ ἔπειτα μέγαν καὶ ἀμύμονα τύμβον   Κι υστέρα ολόγυρα αψεγάδιαστο, περίτρανο μνημούρι
                    χεύαμεν Ἀργείων ἱερὸς στρατὸς αἰχμητάων   σου ασκώσαμε ο στρατός, οι ατρόμητοι κονταρομάχοι Αργίτες,
                    ἀκτῇ ἔπι προὐχούσῃ, ἐπὶ πλατεῖ Ἑλλησπόντῳ,   αντίκρα στον πλατύν Ελλήσποντο, στου ακρόγιαλου τον κάβο,
                    ὥς κεν τηλεφανὴς ἐκ ποντόφιν ἀνδράσιν εἴη   μακριά να φαίνεται απ᾿ τη θάλασσα κι ο κόσμος να το βλέπει,
                    τοῖς οἳ νῦν γεγάασι καὶ οἳ μετόπισθεν ἔσονται.    και οι τωρινοί και αυτοί που αργότερα θα σκίζουν τα πελάγη.
               85   μήτηρ δ᾿ αἰτήσασα θεοὺς περικαλλέ᾿ ἄεθλα   Απ᾿ τους θεούς μετά η μητέρα σου βραβεία πανώρια πήρε
                    θῆκε μέσῳ ἐν ἀγῶνι ἀριστήεσσιν Ἀχαιῶν.   και μες στους πιο αντρειανούς τ᾿ απίθωσεν Αργίτες, να παλέψουν.
                    ἤδη μὲν πολέων τάφῳ ἀνδρῶν ἀντεβόλησας   θα 'δες πολλών ηρώων αντρόκαρδων, χρόνια παλιά, το ξόδι'
                    ἡρώων, ὅτε κέν ποτ᾿ ἀποφθιμένου βασιλῆος   κάθε που τύχει να 'βρει ο θάνατος μεγάλο ρήγα, βλέπεις
                    ζώννυνταί τε νέοι καὶ ἐπεντύνονται ἄεθλα:   τους νιους να ζώνουνται, να σιάζουνται, ποιος τα βραβεία θα πάρει.

               90   ἀλλά κε κεῖνα μάλιστα ἰδὼν θηήσαο θυμῷ,   Μα τούτα, αν τα 'βλεπες, θα θάμαζες πολύ την ομορφιά τους'
                    οἷ᾿ ἐπὶ σοὶ κατέθηκε θεὰ περικαλλέ᾿ ἄεθλα,   τέτοια βραβεία μαθές απίθωνε για σένα τότε η θετή
                    ἀργυρόπεζα Θέτις: μάλα γὰρ φίλος ἦσθα θεοῖσιν.  η χιοναστράγαλη᾿ τι οι αθάνατοι περίσσια αγάπη σου 'χαν.
                    ὣς σὺ μὲν οὐδὲ θανὼν ὄνομ᾿ ὤλεσας, ἀλλά τοι   Και τ᾿ όνομά σου, και που πέθανες, δε χάθηκε, Αχιλλέα'
                    αἰεὶ                                 τρανή στον κόσμον όλο η δόξα σου θα κρατηθεί για πάντα!
                    πάντας ἐπ᾿ ἀνθρώπους κλέος ἔσσεται ἐσθλόν,
                    Ἀχιλλεῦ,

               95   αὐτὰρ ἐμοὶ τί τόδ᾿ ἦδος, ἐπεὶ πόλεμον τολύπευσα;  Μα εγώ, κι αν τέλεψα τον πόλεμο, ποιάν είδα αλήθεια χάρη;
                    ἐν νόστῳ γάρ μοι Ζεὺς μήσατο λυγρὸν ὄλεθρον   που ο Δίας, ως διάγερνα, μελέτησε τον άγριο χαλασμό μου
                    Αἰγίσθου ὑπὸ χερσὶ καὶ οὐλομένης ἀλόχοιο.»   κάτω απ᾿ της άνομης γυναίκας μου και του Αίγιστου τα χέρια!»
                    ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον,   Εκείνοι τέτοια συναλλήλως τους σταύρωναν λόγια τότε,
                    ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε διάκτορος ἀργεϊφόντης,   κι ο Ερμής ο ψυχολάτης έφτασε κοντά, και των μνηστήρων

               100  ψυχὰς μνηστήρων κατάγων Ὀδυσῆϊ δαμέντων,   στον Άδη τις ψυχές κατέβαζε, που 'χε ο Οδυσσέας σκοτώσει.
                    τὼ δ᾿ ἄρα θαμβήσαντ᾿ ἰθὺς κίον, ὡς ἐσιδέσθην.   Οι δυο τους, ως τους είδαν, σάστισαν κι ευτύς κοντά τους τρέξαν'
                    ἔγνω δὲ ψυχὴ Ἀγαμέμνονος Ἀτρεί̈δαο   και τότε ο γίσκιος του Αγαμέμνονα, του γιου του Ατρέα, θωρώντας
                    παῖδα φίλον Μελανῆος, ἀγακλυτὸν Ἀμφιμέδοντα:   τον Αμφιμέδοντα ξεχώρισε, το γιο του Μελανέα'
                    ξεῖνος γάρ οἱ ἔην Ἰθάκῃ ἔνι οἰκία ναίων.   παλιός λογιόταν τούτος φίλος του και ζούσε στην Ιθάκη.

               105  τὸν προτέρη ψυχὴ προσεφώνεεν Ἀτρεί̈δαο:   Πρώτος ο γίσκιος του Αγαμέμνονα του μίλησε έτσι κι είπε:
                    «Ἀμφίμεδον, τί παθόντες ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε   «Γιατί βουλιάξατε, Αμφιμέδοντα, στη μαύρη γης, κι είστε όλοι
                    πάντες κεκριμένοι καὶ ὁμήλικες; οὐδέ κεν ἄλλως   ξεδιαλεχτοί και συνομήλικοι; τί πάθατε ; πιο κάλλιους
                    κρινάμενος λέξαιτο κατὰ πτόλιν ἄνδρας ἀρίστους.  θα 'ταν σα δύσκολο στο κάστρο σας να ξεδιαλέγαν άλλους.
                    ἦ ὔμμ᾿ ἐν νήεσσι Ποσειδάων ἐδάμασσεν,   Ο Ποσειδώνας μήπως άσκωσε φριχτήν ανεμοζάλη

               110  ὄρσας ἀργαλέους ἀνέμους καὶ κύματα μακρά;   και μες στο πέλαγο σας έπνιξε μαζί με τ᾿ άρμενά σας;
                    ἦ που ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ᾿ ἐπὶ χέρσου   Για μήπως στη στεριά σας σκότωσαν αντίμαχοι, την ώρα
                    βοῦς περιταμνομένους ἠδ᾿ οἰῶν πώεα καλά,   που εσείς ξεκόβατε τα βόδια τους και τ᾿ αρνοκόπαδά τους;
                    ἠὲ περὶ πτόλιος μαχεούμενοι ἠδὲ γυναικῶν;   για κι ως διαφέντευαν το κάστρο τους και τα πιστά τους ταίρια;
                    εἰπέ μοι εἰρομένῳ: ξεῖνος δέ τοι εὔχομαι εἶναι.   Στο ρώτημα μου δώσε απόκριση, τι φίλος σου λογιούμαι.

               115  ἦ οὐ μέμνῃ ὅτε κεῖσε κατήλυθον ὑμέτερον δῶ,   Για δε θυμάσαι τότε που 'φτασα στο σπίτι το δικό σας
                    ὀτρυνέων Ὀδυσῆα σὺν ἀντιθέῳ Μενελάῳ   με το Μενέλαο το θεόμορφο, τον Οδυσσέα να σπρώξω
                    Ἴλιον εἰς ἅμ᾿ ἕπεσθαι ἐϋσσέλμων ἐπὶ νηῶν;   πάνω στα πλοια τα καλοκούβερτα στην Τροια μαζί μας να 'ρθει;
                    μηνὶ δ᾿ ἄρ᾿ οὔλῳ πάντα περήσαμεν εὐρέα   Κι ως του Οδυσσέα με κόπο αλλάξαμε του καστροπολεμίτη
                    πόντον,                              τη γνώμη, μήνα ακέριο κάναμε το πέλαο να διαβούμε.»
                    σπουδῇ παρπεπιθόντες Ὀδυσσῆα πτολίπορθον.»
   288   289   290   291   292   293   294   295   296   297   298