Page 288 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 288
287
250 πολλὸς καὶ χαλεπός, τὸν ἐμὲ χρὴ πάντα τελέσσαι. τρανά κι ασήκωτα᾿ δε γίνεται να τα ξεφύγω ως τέλος.
ὣς γάρ μοι ψυχὴ μαντεύσατο Τειρεσίαο Αυτά η ψυχή μου τα προφήτεψε του Τειρεσία, τη μέρα
ἤματι τῷ ὅτε δὴ κατέβην δόμον Ἄϊδος εἴσω, στον Κάτω Κόσμο που κατέβηκα, γυρεύοντας το δρόμο
νόστον ἑταίροισιν διζήμενος ἠδ᾿ ἐμοὶ αὐτῷ. του γυρισμού για τους συντρόφους μου και για τον ίδιο εμένα.
ἀλλ᾿ ἔρχευ, λέκτρονδ᾿ ἴομεν, γύναι, ὄφρα καὶ ἤδη Μον᾿ έλα, πάμε πια να γείρουμε, γυναίκα, στο κλινάρι,
255 ὕπνῳ ὕπο γλυκερῷ ταρπώμεθα κοιμηθέντε.» για να φραθούμε στον ολόγλυκο παραδομένοι γύπνο.»
τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«εὐνὴ μὲν δή σοί γε τότ᾿ ἔσσεται ὁππότε θυμῷ «Στρωμένο θα 'ναι το κλινάρι σου την ώρα που η καρδιά σου
σῷ ἐθέλῃς, ἐπεὶ ἄρ σε θεοὶ ποίησαν ἱκέσθαι θα το γυρέψει, μια κι οι αθάνατοι σε αξίωσαν να διαγείρεις στο
οἶκον ἐϋκτίμενον καὶ σὴν ἐς πατρίδα γαῖαν: αρχοντικό σου το καλόχτιστο, στο πατρικό σου χώμα.
260 ἀλλ᾿ ἐπεὶ ἐφράσθης καί τοι θεὸς ἔμβαλε θυμῷ, Μα αφού θεός σου τον εθύμισε κι ήρθε ξανά στο νου σου,
εἴπ᾿ ἄγε μοι τὸν ἄεθλον, ἐπεὶ καὶ ὄπισθεν, ὀί̈ω, πες μου το μόχτο που σου απόμεινε᾿ μια μέρα θα τον μάθω
πεύσομαι, αὐτίκα δ᾿ ἐστὶ δαήμεναι οὔ τι χέρειον.» έτσι κι αλλιώς, θαρρώ᾿ καλύτερα μιας απαρχής να ξέρω.»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη:
Ὀδυσσεύς: «Καημένη, γιατί πας γυρεύοντας να μάθεις και με σπρώχνεις
«δαιμονίη, τί τ᾿ ἄρ᾿ αὖ με μάλ᾿ ὀτρύνουσα κελεύεις
265 εἰπέμεν; αὐτὰρ ἐγὼ μυθήσομαι οὐδ᾿ ἐπικεύσω. να σου τα πω; Μα ας είναι, αγρίκα τα, δεν τα κρατώ κρυμμένα᾿
οὐ μέν τοι θυμὸς κεχαρήσεται: οὐδὲ γὰρ αὐτὸς μα δε θα νιώσεις αναγάλλιαση, κι ουδέ κι ατός μου νιώθω
χαίρω, ἐπεὶ μάλα πολλὰ βροτῶν ἐπὶ ἄστε᾿ ἄνωγεν καμιά χαρά — που μου παράγγελνε σε πολιτείες να οδέψω
ἐλθεῖν, ἐν χείρεσσιν ἔχοντ᾿ εὐῆρες ἐρετμόν, θνητών πολλές, κουπί καλάρμοστο στο χέρι μου κρατώντας,
εἰς ὅ κε τοὺς ἀφίκωμαι οἳ οὐκ ἴσασι θάλασσαν σε ανθρώπους ως να φτάσω, θάλασσα που δεν κατέχουν τι είναι,
270 ἀνέρες, οὐδέ θ᾿ ἅλεσσι μεμιγμένον εἶδαρ ἔδουσιν: κι ουδέ ποτέ με αλάτι αρτίζουνε τα φαγητά που τρώνε,
οὐδ᾿ ἄρα τοί γ᾿ ἴσασι νέας φοινικοπαρῄους, κι ουδέ καράβια αλικομάγουλα ποτέ αγνάντεψαν, μήτε
οὐδ᾿ εὐήρε᾿ ἐρετμά, τά τε πτερὰ νηυσὶ πέλονται. κουπιά καλάρμοστα, που ως φτερούγες δρομίζουν τα καράβια.
σῆμα δέ μοι τόδ᾿ ἔειπεν ἀριφραδές, οὐδέ σε κεύσω: Κι ένα σημάδι μου 'πε ξάστερο — γιατί να σου το κρύψω;
ὁππότε κεν δή μοι ξυμβλήμενος ἄλλος ὁδίτης Σα με ανταμώσει λέει στη στράτα μου κανένας πεζολάτης
275 φήῃ ἀθηρηλοιγὸν ἔχειν ἀνὰ φαιδίμῳ ὤμῳ, και λιχνιστήρι πει στον ώμο μου πως κουβαλώ τον ώριο,
καὶ τότε μ᾿ ἐν γαίῃ πήξαντ᾿ ἐκέλευεν ἐρετμόν, στο χώμα τότε μου παράγγελνε να μπήξω το κουπί μου,
ἔρξανθ᾿ ἱερὰ καλὰ Ποσειδάωνι ἄνακτι, κι αφού θυσίες προσφέρω πάγκαλες στο ρήγα Ποσειδώνα,
ἀρνειὸν ταῦρόν τε συῶν τ᾿ ἐπιβήτορα κάπρον, κριάρι και καπρί λατάρικο και ταύρο σφάζοντας του,
οἴκαδ᾿ ἀποστείχειν, ἔρδειν θ᾿ ἱερὰς ἑκατόμβας να στρέψω πίσω και στον τόπο μου τρανές βοδιών θυσίες
280 ἀθανάτοισι θεοῖσι, τοὶ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσι, να κάμω στους θεούς, που αθάνατοι τα ουράνια πλάτη ορίζουν,
πᾶσι μάλ᾿ ἑξείης: θάνατος δέ μοι ἐξ ἁλὸς αὐτῷ σε όλους γραμμή. Κι ακόμα ο θάνατος γλυκός, γαλήνιος θα 'ρθει
ἀβληχρὸς μάλα τοῖος ἐλεύσεται, ὅς κέ με πέφνῃ να με 'βρει αλάργα από τη θάλασσα, τα μάτια να μου κλείσει
γήρας ὕπο λιπαρῷ ἀρημένον: ἀμφὶ δὲ λαοὶ μες σε βαθιά, καλά γεράματα᾿ κι ολόγυρα οι λαοί μου
ὄλβιοι ἔσσονται: τὰ δέ μοι φάτο πάντα τελεῖσθαι.» θα ζουν χαιράμενοι᾿ έτσι μου 'λεγε πως θα τελέψουν όλα.»
285 τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια: Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη του απηλογήθη κι είπε:
«εἰ μὲν δὴ γῆράς γε θεοὶ τελέουσιν ἄρειον, «Αληθινά, οι θεοί γεράματα καλύτερα αν σου γράφουν,
ἐλπωρή τοι ἔπειτα κακῶν ὑπάλυξιν ἔσεσθαι.» έχεις ελπίδα από τα βάσανα να ξεγλιτώσεις τέλος.»
ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον: Εκείνοι τέτοια συνάλληλος τους κουβέντιαζαν ωστόσο
τόφρα δ᾿ ἄρ᾿ Εὐρυνόμη τε ἰδὲ τροφὸς ἔντυον εὐνὴν η βάγια κι η Ευρυνόμη ετοίμαζαν κάτω απ᾿ το φως που έχυναν
290 ἐσθῆτος μαλακῆς, δαί̈δων ὕπο λαμπομενάων. δαδιά αναμμένα το κλινάρι τους με μαλακά στρωσίδια᾿
αὐτὰρ ἐπεὶ στόρεσαν πυκινὸν λέχος ἐγκονέουσαι, κι αφού τη στεριά κλίνη απόστρωσαν με προθυμία μεγάλη,
γρηὺ̈ς μὲν κείουσα πάλιν οἶκόνδε βεβήκει, στο σπίτι εδιάγειρε η γερόντισσα να κοιμηθεί κι ατή της.
τοῖσιν δ᾿ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλος ἡγεμόνευεν Μόνη η Ευρυνόμη η βάγια απόμεινε, κι ως κίνησαν οι δυο τους,