Page 283 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 283

282




               40                                         «Δεν είδα κι ουδέ μου 'παν άκουσα τα βογγητά μονάχα
                    «οὐκ ἴδον, οὐ πυθόμην, ἀλλὰ στόνον οἶον ἄκουσα
                                                          αυτών που σφάζουνταν καθόμασταν εμείς σκιαγμένες μέσα
                    κτεινομένων: ἡμεῖς δὲ μυχῷ θαλάμων εὐπήκτων
                                                          στο γυναικίτη τον καλόφτιαστο᾿ σφιχταρμοσμένες πόρτες
                    ἥμεθ᾿ ἀτυζόμεναι, σανίδες δ᾿ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι,
                                                          μας κλειούσαν, ως που πια ο Τηλέμαχος ο γιος σου, απ᾿ το γονιό
                    πρίν γ᾿ ὅτε δή με σὸς υἱὸς ἀπὸ μεγάροιο κάλεσσε
                                                          του
                    Τηλέμαχος: τὸν γάρ ῥα πατὴρ προέηκε καλέσσαι.
                                                          σταλμένος, έφτασε και μ᾿ έκραξε να πάω στο αρχονταρίκι.
               45   εὗρον ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν   Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισα, στους σκοτωμένους μέσα
                    ἑσταόθ': οἱ δέ μιν ἀμφί, κραταίπεδον οὖδας   να στέκεται᾿ κι εκείνοι γύρα του στο πατημένο χώμα'
                    ἔχοντες,                              κοιτόνταν πανωτοί. Θωρώντας τον θα λάρωνε η ψυχή σου,
                    κείατ᾿ ἐπ᾿ ἀλλήλοισιν: ἰδοῦσά κε θυμὸν ἰάνθης.    στο γαίμα και στο λύθρο ολάκερο λουσμένο, σαν το λιόντα!
                    νῦν δ᾿ οἱ μὲν δὴ πάντες ἐπ᾿ αὐλείῃσι θύρῃσιν   Όλους εκείνους στην αυλόπορτα κοντά τους κουβάλησαν σωρό,

               50   ἀθρόοι, αὐτὰρ ὁ δῶμα θεειοῦται περικαλλές,   κι αυτός, μεγάλη ανάβοντας φωτιά, το αρχοντικό του
                    πῦρ μέγα κηάμενος: σὲ δέ με προέηκε καλέσσαι.   θειάφιζε τ᾿ όμορφο, και μ᾿ έστειλε μετά να σε φωνάξω.
                    ἀλλ᾿ ἕπευ, ὄφρα σφῶϊν ἐϋφροσύνης ἐπιβῆτον   Μον᾿ έλα, ακλούθα μου, να πάρετε μαζί κι οι δυο στα φρένα,
                    ἀμφοτέρω φίλον ἦτορ, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε.   τρανή χαρά, γιατί τραβήξατε περίσσια αλήθεια πάθη'
                    νῦν δ᾿ ἤδη τόδε μακρὸν ἐέλδωρ ἐκτετέλεσται:   μα η προσμονή σας η πολύχρονη πια πήρε τέλος τώρα'

               55   ἦλθε μὲν αὐτὸς ζωὸς ἐφέστιος, εὗρε δὲ καὶ σὲ   εκείνος ζωντανός εδιάγειρε στα τζάκι του, και βρήκε
                    καὶ παῖδ᾿ ἐν μεγάροισι: κακῶς δ᾿ οἵ πέρ μιν ἔρεζον   και σένα και το γιο στο σπίτι του, κι απ᾿ τους αδικοπράχτες
                    μνηστῆρες, τοὺς πάντας ἐτίσατο ᾧ ἐνὶ οἴκῳ.»   μνηστήρες όλους πήρε εγδίκηση στο αρχοντικό του μέσα.»
                    τὴν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνώντας αποκρίθη:
                    «μαῖα φίλη, μή πω μέγ᾿ ἐπεύχεο καγχαλόωσα.   «Μη λες μεγάλα λόγια, μάνα μου, και μη γελάς ακόμα!

               60   οἶσθα γὰρ ὥς κ᾿ ἀσπαστὸς ἐνὶ μεγάροισι φανείη   Κατέχεις όλοι ποια θα νιώθαμε χαρά, κι εγώ περίσσια,
                    πᾶσι, μάλιστα δ᾿ ἐμοί τε καὶ υἱέϊ, τὸν τεκόμεσθα:   μαζί κι ο γιος μας ο Τηλέμαχος, αν πρόβελνε μπροστά μας.
                    ἀλλ᾿ οὐκ ἔσθ᾿ ὅδε μῦθος ἐτήτυμος, ὡς ἀγορεύεις,   Όμως σωστός δεν είναι ο λόγος σου κι αυτά που ξαφηγιέσαι'
                    ἀλλά τις ἀθανάτων κτεῖνε μνηστῆρας ἀγαυούς,   κάποιος αθάνατος θα σκότωσε τους αντρειανούς μνηστήρες,
                    ὕβριν ἀγασσάμενος θυμαλγέα καὶ κακὰ ἔργα.   για τ᾿ άνομά τους τα φερσίματα και τ᾿ άδικά τους έργα
               65   οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων,   θυμώνοντας᾿ τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ᾿ τους ανθρώπους
                    οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο:  τρανό, αχαμνό — κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος.
                    τῷ δι᾿ ἀτασθαλίας ἔπαθον κακόν: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς  Τις αδικίες τους τούτοι πλέρωσαν, μα κι ο Οδυσσέας το δρόμο
                    ὤλεσε τηλοῦ νόστον Ἀχαιί̈δος, ὤλετο δ᾿ αὐτός.»   του γυρισμού μακριά τον έχασε και χάθηκε κι ατός του!»
                    τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:   Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:
               70   «τέκνον ἐμόν, ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος   «Ποιος λόγος, κόρη μου, σου ξέφυγε της δοντωσιάς το φράχτη;
                    ὀδόντων,                              πως ο άντρας σου ποτέ στο σπίτι του δε γέρνει πια —
                    ἣ πόσιν ἔνδον ἐόντα παρ᾿ ἐσχάρῃ οὔ ποτ᾿ ἔφησθα   κι εκείνος βρίσκεται μέσα, πλάι στο τζάκι του! Πάντα άπιστη η
                    οἴκαδ᾿ ἐλεύσεσθαι: θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄπιστος.   καρδιά σου!
                    ἀλλ᾿ ἄγε τοι καὶ σῆμα ἀριφραδὲς ἄλλο τι εἴπω,   Όμως για ένα άλλο εγώ ολοφάνερο σημάδι θα μιλήσω,
                    οὐλήν, τήν ποτέ μιν σῦς ἤλασε λευκῷ ὀδόντι.   για την πληγή, παλιά που του αφήκε με τ᾿ άσπρο δόντι ο κάπρος'

               75   τὴν ἀπονίζουσα φρασάμην, ἔθελον δὲ σοὶ αὐτῇ   κει που τον έπλενα, τη γνώρισα, και γύρεψα και σένα
                    εἰπέμεν: ἀλλά με κεῖνος ἑλὼν ἐπὶ μάστακα χερσὶν   να σου τη δείξω, μα μου βούλωσε το στόμα με τα χέρια,
                    οὐκ ἔα εἰπέμεναι πολυϊδρείῃσι νόοιο.   να μη μιλήσω᾿ ο νους του δούλευε μαθές και με αμποδούσε.
                    ἀλλ᾿ ἕπευ: αὐτὰρ ἐγὼν ἐμέθεν περιδώσομαι αὐτῆς,  Μον᾿ έλα, ακλούθα μου, την ίδια μου ζωή στο ζύγι βάνω'
                    αἴ κέν σ᾿ ἐξαπάφω, κτεῖναί μ᾿ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ.»   αν δεις πως σε γελώ, με θάνατο πικρό θανάτωσε με!»

               80   τὴν δ᾿ ἠμείβετ᾿ ἔπειτα περίφρων Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη της αποκρίθη κι είπε:
                    «μαῖα φίλη, χαλεπόν σε θεῶν αἰειγενετάων   «Των αναιώνιων, καλομάνα μου, θεών να ξεδιαλύνεις
                    δήνεα εἴρυσθαι, μὰλα περ πολύϊδριν ἐοῦσαν.   τις τέχνες όλες είναι αβόλετο, πολύξερη κι ας είσαι.
   278   279   280   281   282   283   284   285   286   287   288