Page 279 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 279

278




               415  οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο:   τρανό, αχαμνό — κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος,
                    τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον.   κι άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν από τις αδικίες τους.
                    ἀλλ᾿ ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον,   Μον᾿ έλα τώρα εσύ, μαρτύρα μου για του σπιτιού τις δούλες.
                    αἵ τέ μ᾿ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν.»   ποιές απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες με ξεψηφούσαν.»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:   Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:

               420                                         «Για τούτα, γιε μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια:
                    «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω.   Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες
                    πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες   σκλάβες᾿ αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν,
                    δμῳαί, τὰς μέν τ᾿ ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι,   να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους.
                    εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι:   Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντροπιά μεγάλη,
                    τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν,

               425  οὔτ᾿ ἐμὲ τίουσαι οὔτ᾿ αὐτὴν Πηνελόπειαν.   μήτε και μένα πια λογάριαζαν μηδέ και την κυρά τους
                    Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ   την Πηνελόπη. Κι ο Τηλέμαχος πριν λίγο εγίνηκε άντρας,
                    σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν.   και δεν τον άφηνε η μητέρα του τις σκλάβες ν᾿ αφεντεύει.
                    ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐγὼν ἀναβᾶσ᾿ ὑπερώϊα σιγαλόεντα   Τώρα στο ανώι γοργά το λιόφωτο, στο ταίρι σου θ᾿ ανέβω,
                    εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.»    να της τα πω, τι ένας αθάνατος την έχει σ᾿ ύπνο ρίξει.»

               430  τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη:
                    Ὀδυσσεύς                               «Μην τη ξυπνάς ακόμα᾿ πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα
                    «μή πω τήνδ᾿ ἐπέγειρε: σὺ δ᾿ ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν   εδώ να᾿ ρθουν — αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν
                    ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.»   σκάρωναν.»
                    «ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρηὺ̈ς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει   Αυτά της είπε, κι η γερόντισσα το αρχονταρίκι αφήκε,
                    ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι.   στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να᾿ ρθουν.
               435  αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην   Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του
                    εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους:
                    «ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας:   «Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν
                    αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας   οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια
                    ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν.   με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν.

               440  αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε,   Κι ως θα 'χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
                    δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,   τις δούλες έξω απ᾿ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι,
                    μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,   και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη
                    θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων   τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ᾿ όλες
                    ψυχὰς ἐξαφέλησθε καὶ ἐκλελάθωντ᾿ Ἀφροδίτης,   να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν,

               445  τὴν ἄρ᾿ ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρη.»   που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.»
                    «ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δὲ γυναῖκες ἀολλέες ἦλθον ἅπασαι,   Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν
                    αἴν᾿ ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι.   πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι.
                    πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας,   Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια,
                    κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς,   και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω

               450  ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι: σήμαινε δ᾿ Ὀδυσσεὺς   τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν και κάτω απ᾿ του Οδυσσέα
                    αὐτὸς ἐπισπέρχων: ταὶ δ᾿ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ.   την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους.
                    αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας   Πήραν μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια
                    ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον.   και με νερό και με χιλιότρυπα τα πάστρευαν σφουγγάρια.
                    αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτῃς   Μετά ο βουκόλος κι ο Τηλέμαχος κι ο θείος χοιροβοσκός τους

               455  λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο   με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα στο στέριο αρχονταρίκι.
                    ξῦον: ταὶ δ᾿ ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε.   κι οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν όξω.
                    αὐτὰρ ἐπειδὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο,   Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει,
   274   275   276   277   278   279   280   281   282   283   284