Page 280 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 280

279




                    δμῳὰς δ᾿ ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο,   τις δούλες σύραν όξω απ᾿ τ᾿ όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι,
                    μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς,   και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη,

               460  εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι.   μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν.
                    τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἦρχ᾿ ἀγορεύειν:   Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο επήρε κι είπε:
                    «μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην   «Όχι, σ᾿ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο—
                    τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ᾿ ὀνείδεα χεῦαν   που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια
                    μητέρι θ᾿ ἡμετέρῃ παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.»    σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!»

               465  ὣς ἄρ᾿ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο   Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει
                    κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο,   από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ᾿ αυτό το θόλο γύρα,
                    ὑψόσ᾿ ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο.   ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν.
                    ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι   Πως όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν
                    ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ᾿ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ,   να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κούρνια τις δέχτη,

               470  αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ᾿ ὑπεδέξατο κοῖτος,   τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα —
                    ὣς αἵ γ᾿ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις   όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες
                    δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν.   θελιά είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο,
                    ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ οὔ τι μάλα δήν.   και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο.
                    ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν:   Μετά και το Μελάνθιο τράβηξαν στην πόρτα του αντρωνίτη

               475  τοῦ δ᾿ ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ   μπροστά, μες στην αυλή, και με άσπλαχνο χαλκό του κόψαν μύτη
                    τάμνον, μήδεά τ᾿ ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι,   κι αφτιά, κι όλο θυμό του τσάκισαν τα χέρια και τα πόδια,
                    χεῖράς τ᾿ ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ.   και τ᾿ αχαμνά του ξεριζώνοντας στους σκύλους τα πέταξαν,
                    οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε   για να τα φαν ωμά᾿ κι ως τέλεψαν, χέρια και πόδια έπλυναν
                    εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον:   και στο παλάτι πίσω διάγειραν, τον Οδυσσέα να σμίξουν.

               480  αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν:   Κι εκείνος στην Ευρύκλεια μίλησε, την μπιστεμένη βάγια:
                    «οἶσε θέειον, γρηύ̈, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ,   «Φέρε μου θειάφι εδώ, γερόντισσα, που το κακό ξορκίζει,
                    ὄφρα θεειώσω μέγαρον: σὺ δὲ Πηνελόπειαν   και φέρε και φωτιά, την κάμαρα τρογύρα να θειαφίσω.
                    ἐλθεῖν ἐνθάδ᾿ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί:   Καί συ την Πηνελόπη φώναξε να 'ρθεϊ, μαζί κι οι βάγιες,
                    πάσας δ᾿ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.»   κι όλες τις δούλες στο παλάτι μου ξεσήκωσε τις να 'ρθουν.»

               485  τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια:   Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε:
                    «ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες.   «Παιδί μου, τούτα που μολόγησες σωστά και δίκια είν᾿ όλα,
                    ἀλλ᾿ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἐνείκω,   μα να σου φέρω πρώτα πρόσμενε χλαμύδα και χιτώνα'
                    μηδ᾿ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους   έτσι, μες στο ίδιο το παλάτι σου μη στέκεις, με κουρέλια
                    ἕσταθ᾿ ἐνὶ μεγάροισι: νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.»   τους φαρδιούς ώμους σου σκεπάζοντας᾿ ντροπή μεγάλη θα 'ταν!»

               490  τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις   Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος απηλογήθη κι είπε:
                    Ὀδυσσεύς:                              «Φωτιά πιο πρώτα να μου ανάψουνε στον αντρωνίτη θέλω!»
                    «πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.»   Είπε, κι η βάγια Ευρύκλεια σύγκλινε στου αφέντη της το λόγο'
                    ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια,   φωτιά και θειάφι αμέσως έφερε, και θειάφιζε ο Οδυσσέας,
                    ἤνεικεν δ᾿ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς   το αρχονταρίκι πρώτα κι έπειτα κι αυλή και τ᾿ άλλο σπίτι.
                    εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν.

               495  γρηὺ̈ς δ᾿ αὖτ᾿ ἀπέβη διὰ δώματα κάλ᾿ Ὀδυσῆος   Κι εδιάβη η Ευρύκλεια μέσα απ᾿ τ όμορφο παλάτι του Οδυσσέα,
                    ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι:   στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να 'ρθουν.
                    αἱ δ᾿ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι.   Κι αυτές, ως βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια,
                    αἱ μὲν ἄρ᾿ ἀμφεχέοντο καὶ ἠσπάζοντ᾿ Ὀδυσῆα,   στον Οδυσσέα τρογύρα εχύθηκαν καλωσορίζοντας τον᾿
                    καὶ κύνεον ἀγαπαξόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους   κι όπως φιλούσαν το κεφάλι του με αγάπη και τους ώμους,

               500  χεῖράς τ᾿ αἰνύμεναι: τὸν δὲ γλυκὺς ἵμερος ᾕρει   τα χέρια σφίγγοντας του, ολόγλυκος τον πήρε εκείνον πόθος
   275   276   277   278   279   280   281   282   283   284   285