Page 284 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 284

283




                    ἀλλ᾿ ἔμπης ἴομεν μετὰ παῖδ᾿ ἐμόν, ὄφρα ἴδωμαι   Ωστόσο πάμε ν᾿ ανταμώσουμε το γιο μου᾿ τους μνηστήρες
                    ἄνδρας μνηστῆρας τεθνηότας, ἠδ᾿ ὃς ἔπεφνεν.»    νεκρούς να ιδώ μπροστά μου θα᾿ θελα, να ιδώ και το φονιά τους.»

               85   ὣς φαμένη κατέβαιν᾿ ὑπερώϊα: πολλὰ δέ οἱ κῆρ   Αυτά είπε, κι απ᾿ το ανώι κατέβαινε᾿ το νου της δέρναν γνώμες
                    ὥρμαιν᾿, ἢ ἀπάνευθε φίλον πόσιν ἐξερεείνοι,   πολλές: από μακριά στον άντρα της ρωτήματα να βάλει;
                    ἦ παρστᾶσα κύσειε κάρη καὶ χεῖρε λαβοῦσα.   για να σιμώσει το κεφάλι του να πιάσει και τα χέρια,
                    ἡ δ᾿ ἐπεὶ εἰσῆλθεν καὶ ὑπέρβη λάϊνον οὐδόν,   να τα φιλήσει; Κι ως προχώρησε και διάβη το κατώφλι,
                    ἕζετ᾿ ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆος ἐναντίη, ἐν πυρὸς αὐγῇ,   αντικριστά του πήγε κάθισε, στο αντίφεγγα της φλόγας,

               90   τοίχου τοῦ ἑτέρου: ὁ δ᾿ ἄρα πρὸς κίονα μακρὴν   στον άλλο τοίχο᾿ κείνος κάθουνταν πλάι στην ψηλή κολόνα
                    ἧστο κάτω ὁρόων, ποτιδέγμενος εἴ τί μιν εἴποι   με κεφαλή σκυφτή, και πρόσμενε, μια και τον είδε ομπρός της,
                    ἰφθίμη παράκοιτις, ἐπεὶ ἴδεν ὀφθαλμοῖσιν.   την ώρα που η τρανή γυναίκα του θα του μιλούσε πρώτη.
                    ἡ δ᾿ ἄνεω δὴν ἧστο, τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵκανεν:   Μα αυτή βουβή πολληώρα εκάθουνταν και τα 'χε σα χαμένα,
                    ὄψει δ᾿ ἄλλοτε μέν μιν ἐνωπαδίως ἐσίδεσκεν,   και μια τον θώρειε καταπρόσωπα στυλώνοντας τα μάτια,

               95   ἄλλοτε δ᾿ ἀγνώσασκε κακὰ χροὶ̈ εἵματ᾿ ἔχοντα.   και μια καθόλου δεν τον γνώριζε ντυμένο στα κουρέλια.
                    Τηλέμαχος δ᾿ ἐνένιπεν ἔπος τ᾿ ἔφατ᾿ ἔκ τ᾿ ὀνόμαξε:   Τότε ο Τηλέμαχος της μίλησε βαριά αποπαίρνοντάς τη:
                    «μῆτερ ἐμή, δύσμητερ, ἀπηνέα θυμὸν ἔχουσα,   «Μάνα κακόμανα, που ανήμερη καρδιά στα στήθη κρύβεις!
                    τίφθ᾿ οὕτω πατρὸς νοσφίζεαι, οὐδὲ παρ᾿ αὐτὸν   Και πως κρατιέσαι από τον κύρη μου μακριά και δε ζυγώνεις
                    ἑζομένη μύθοισιν ἀνείρεαι οὐδὲ μεταλλᾷς;   να κάτσεις πλάι του, τα ρωτήματα να πιάσεις και τα λόγια;

               100  οὐ μέν κ᾿ ἄλλη γ᾿ ὧδε γυνὴ τετληότι θυμῷ   Δε βρίσκεται άλλη τόσο αλύγιστη γυναίκα, να τραβιέται
                    ἀνδρὸς ἀφεσταίη, ὅς οἱ κακὰ πολλὰ μογήσας   μακριά απ᾿ τον άντρα της, που ως έσυρε στα ξένα μύρια πάθη,
                    ἔλθοι ἐεικοστῷ ἔτεϊ ἐς πατρίδα γαῖαν:   στα είκοσι χρόνια ξαναγύρισε στη γη την πατρική του.
                    σοὶ δ᾿ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο.»   Μα είναι η καρδιά σου λέω πιο αμάλαγη κι από την πέτρα ακόμα!»
                    τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε περίφρων Πηνελόπεια:   Κι η Πηνελόπη τότε η φρόνιμη γυρνώντας του αποκρίθη:

               105  «τέκνον ἐμόν, θυμός μοι ἐνὶ στήθεσσι τέθηπεν,   «Γιε μου, η καρδιά βαθιά στα στήθη μου χαμένα τα 'χει τώρα᾿
                    οὐδέ τι προσφάσθαι δύναμαι ἔπος οὐδ᾿ ἐρέεσθαι   λόγο να πω δεν έχω ανάκαρα μηδέ και να ρωτήσω,
                    οὐδ᾿ εἰς ὦπα ἰδέσθαι ἐναντίον. εἰ δ᾿ ἐτεὸν δὴ   μηδέ και να τον δω κατάματα. Μα αν είναι αλήθεια εκείνος,
                    ἔστ᾿ Ὀδυσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται, ἦ μάλα νῶϊ   που τώρα διάγειρε στο σπίτι του, το δίχως άλλο οι δυο μας
                    γνωσόμεθ᾿ ἀλλήλων καὶ λώϊον: ἔστι γὰρ ἡμῖν   θα γνωριστούμε, και καλύτερα᾿ τι βρίσκουνται σημάδια,

               110  σήμαθ᾿, ἃ δὴ καὶ νῶϊ κεκρυμμένα ἴδμεν ἀπ᾿   που μόνο εμείς οι δυο κατέχουμε, κρυφά απ᾿ τους άλλους όλους.»
                    ἄλλων.»                               Αυτά είπε εκείνη, κι αχνογέλασε τότε ο Οδυσσέας ο θείος,
                    ὣς φάτο, μείδησεν δὲ πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,   και στον Τηλέμαχο ο πολύπαθος γυρνώντας του μιλούσε:
                    αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:   «Τηλέμαχε, άσε τη μητέρα σου δω μέσα να με βάλει
                    «Τηλέμαχ᾿, ἦ τοι μητέρ᾿ ἐνὶ μεγάροισιν ἔασον   σε δοκιμή᾿ πολύ καλύτερα σε λίγο θα με μάθει.
                    πειράζειν ἐμέθεν: τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον.

               115  νῦν δ᾿ ὅττι ῥυπόω, κακὰ δὲ χροὶ̈ εἵματα εἷμαι,   Τώρα λερά και με παλιόρουχα θωρώντας με μπροστά της
                    τοὔνεκ᾿ ἀτιμάζει με καὶ οὔ πω φησὶ τὸν εἶναι.   μου δείχνει καταφρόνια, λέγοντας, εγώ δεν είμαι εκείνος.
                    ἡμεῖς δὲ φραζώμεθ᾿ ὅπως ὄχ᾿ ἄριστα γένηται.   Μα εμείς ας δούμε πως καλύτερα θα βγει η δουλειά ως την άκρη'
                    καὶ γάρ τίς θ᾿ ἕνα φῶτα κατακτείνας ἐνὶ δήμῳ,   απ᾿ το λαό κι αν ένας έτυχε να σκοτωθεί μια μέρα,
                    ᾧ μὴ πολλοὶ ἔωσιν ἀοσσητῆρες ὀπίσσω,   κι αν πίσω του πολλούς δεν άφησε, για να τον γδικιωθούνε,

               120  φεύγει πηούς τε προλιπὼν καὶ πατρίδα γαῖαν:   φεύγει ο φονιάς απ᾿ την πατρίδα του κι απ᾿ τους δικούς του αλάργα.
                    ἡμεῖς δ᾿ ἕρμα πόληος ἀπέκταμεν, οἳ μέγ᾿ ἄριστοι   Κι εμείς σκοτώσαμε της πόλης μας τους στύλους, της Ιθάκης
                    κούρων εἰν Ἰθάκῃ: τὰ δέ σε φράζεσθαι ἄνωγα.»   τους νιους τους πιο τρανούς᾿ θα σου 'λεγα να το καλολογιάσεις!»
                    τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:   Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε:
                    «αὐτὸς ταῦτά γε λεῦσσε, πάτερ φίλε: σὴν γὰρ   «Ατός σου, κύρη μου, στοχάσου το᾿ τι, ως λεν, στον κόσμον όλο
                    ἀρίστην
   279   280   281   282   283   284   285   286   287   288   289