Page 287 - ΟΜΗΡΟΥ «ΟΔΥΣΣΕΙΑ»
P. 287

286




                    δειρῇ βάλλ᾿ Ὀδυσῆϊ, κάρη δ᾿ ἔκυσ᾿ ἠδὲ προσηύδα:
                    «μή μοι, Ὀδυσσεῦ, σκύζευ, ἐπεὶ τά περ ἄλλα
                    μάλιστα

               210  ἀνθρώπων πέπνυσο: θεοὶ δ᾿ ὤπαζον ὀϊζύν,   μυαλό, Οδυσσέα! Μα αλήθεια βάσανα πολλά οι θεοί μας δώκαν,
                    οἳ νῶϊν ἀγάσαντο παρ᾿ ἀλλήλοισι μένοντε   που ζούλεψαν και δε μας αφήκαν τη νιότη να χαρούμε
                    ἥβης ταρπῆναι καὶ γήραος οὐδὸν ἱκέσθαι.   ο ένας του άλλου και να γεράσουμε μαζί συντροφεμένοι.
                    αὐτὰρ μὴ νῦν μοι τόδε χώεο μηδὲ νεμέσσα,   Όμως αλήθεια μην οργίζεσαι και μη χολιας μαζί μου,
                    οὕνεκά σ᾿ οὐ τὸ πρῶτον, ἐπεὶ ἴδον, ὧδ᾿ ἀγάπησα.   που μόλις σ᾿ είδα, την αγάπη μου δε σου 'δειξα σαν τώρα'

               215  αἰεὶ γάρ μοι θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι φίλοισιν   ποτέ η καρδιά μαθές στα στήθη μου δεν έπαψε να τρέμει,
                    ἐρρίγει μή τίς με βροτῶν ἀπάφοιτο ἔπεσσιν   μην έρθει κάποιος με τα λόγια του θνητός και με πλανέσει'
                    ἐλθών: πολλοὶ γὰρ κακὰ κέρδεα βουλεύουσιν.   τι άνομα κέρδη να σοφίζουνται πολλούς θα βρεις στον κόσμο.
                    οὐδέ κεν Ἀργείη Ἑλένη, Διὸς ἐκγεγαυῖα,   Κι η Ελένη η αργίτισσα δε θα 'σμιγε, του γιου του Κρόνου η κόρη,
                    ἀνδρὶ παρ᾿ ἀλλοδαπῷ ἐμίγη φιλότητι καὶ εὐνῇ,   μ᾿ έναν αλλόξενο, στην κλίνη του για να χαρεί τον πόθο,

               220  εἰ ᾔδη ὅ μιν αὖτις ἀρήϊοι υἷες Ἀχαιῶν   αν κάτεχε πως πίσω σπίτι της μια μέρα θα τη φέρναν
                    ἀξέμεναι οἶκόνδε φίλην ἐς πατρίδ᾿ ἔμελλον.   οι γιοι των Αχαιών οι αντρόκαρδοι στην πατρική της χώρα.
                    τὴν δ᾿ ἦ τοι ῥέξαι θεὸς ὤρορεν ἔργον ἀεικές:   Όμως θεά σ᾿ αυτές τις άπρεπες δουλειές την είχε σπρώξει'
                    τὴν δ᾿ ἄτην οὐ πρόσθεν ἑῷ ἐγκάτθετο θυμῷ   πιο πριν μαθές δεν της δυνάστευε τα φρένα τούτη η τύφλα
                    λυγρήν, ἐξ ἧς πρῶτα καὶ ἡμέας ἵκετο πένθος.   η ξορκισμένη, οπούθε κίνησαν και τα δικά μας πάθη.

               225  νῦν δ᾿, ἐπεὶ ἤδη σήματ᾿ ἀριφραδέα κατέλεξας   Μα τώρα που έτσι κατακάθαρα μου τα 'πες τα σημάδια
                    εὐνῆς ἡμετέρης, ἣν οὐ βροτὸς ἄλλος ὀπώπει,   της κλίνης μας, που δεν τα κάτεχε κανείς στον κόσμον άλλος
                    ἀλλ᾿ οἶοι σύ τ᾿ ἐγώ τε καὶ ἀμφίπολος μία μούνη,   ξον από μας τους δυο, το αντρόγενο, και μια μονάχα βάγια,
                    Ἀκτορίς, ἥν μοι δῶκε πατὴρ ἔτι δεῦρο κιούσῃ,   την Αχτορίδα, που απ᾿ τον κύρη μου, για δω ως κινούσα, πήρα,
                    ἣ νῶϊν εἴρυτο θύρας πυκινοῦ θαλάμοιο,   και που στης στεριάς μας της κάμαρας παράστεκε την πόρτα,

               230  πείθεις δή μευ θυμόν, ἀπηνέα περ μάλ᾿ ἐόντα.»    τώρα με πείθεις, όσο αλύγιστη καρδιά κι αν κρύβω εντός μου!»
                    ὣς φάτο, τῷ δ᾿ ἔτι μᾶλλον ὑφ᾿ ἵμερον ὦρσε γόοιο:   Είπε, κι ακόμα πιο του ξάναψε του θρήνου τη λαχτάρα,
                    κλαῖε δ᾿ ἔχων ἄλοχον θυμαρέα, κεδνὰ ἰδυῖαν.   την ακριβή, πιστή γυναίκα του στην αγκαλιά ως κρατούσε.
                    ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἀσπάσιος γῆ νηχομένοισι φανήῃ,   Πως χαίρουνται στεριά αντικρίζοντας στη θάλασσα όσοι πλέκουν,
                    ὧν τε Ποσειδάων εὐεργέα νῆ᾿ ἐνὶ πόντῳ   τι ο Ποσειδώνας το καλόφτιαστο τους τσάκισε καράβι,

               235  ῥαίσῃ, ἐπειγομένην ἀνέμῳ καὶ κύματι πηγῷ:   που το βασάνισαν τα κύματα τα φοβερά κι οι άνεμοι,
                    παῦροι δ᾿ ἐξέφυγον πολιῆς ἁλὸς ἤπειρόνδε   και λίγοι απ᾿ την ψαριά τη θάλασσα γλιτώνουν κολυμπώντας,
                    νηχόμενοι, πολλὴ δὲ περὶ χροὶ̈ τέτροφεν ἅλμη,   να βγουν στο σκρόγιαλο, κι απάνω τους πολλή έχει πήξει αρμύρα,
                    ἀσπάσιοι δ᾿ ἐπέβαν γαίης, κακότητα φυγόντες:   κι όπως στεριά πατούνε, χαίρουνται, που το χαμό ξέφυγαν —
                    ὣς ἄρα τῇ ἀσπαστὸς ἔην πόσις εἰσοροώσῃ,   όμοια κι εκείνη αναντρανίζοντας το ταίρι της χαιρόταν,

               240  δειρῆς δ᾿ οὔ πω πάμπαν ἀφίετο πήχεε λευκώ.   κι ουδ᾿ έλεγε να βγάλει τ᾿ άσπρα της βραχιόνια απ᾿ το λαιμό του.
                    καί νύ κ᾿ ὀδυρομένοισι φάνη ῥοδοδάκτυλος Ἠώς,   Η Αυγή θα πρόβαινε η χρυσόθρονη κι ακόμα θα θρηνούσαν,
                    εἰ μὴ ἄρ᾿ ἄλλ᾿ ἐνόησε θεὰ γλαυκῶπις Ἀθήνη.   αν η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, δέ στοχαζόταν άλλα:
                    νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθεν, Ἠῶ δ᾿ αὖτε   Τη Νύχτα αντίσκοψε στα πέρατα της δύσης, να μακρύνει,
                    ῥύσατ᾿ ἐπ᾿ Ὠκεανῷ χρυσόθρονον, οὐδ᾿ ἔα ἵππους   και την Αυγή τη ροδοδάχτυλη στον Ωκεανό κρατούσε,

               245  ζεύγνυσθ᾿ ὠκύποδας, φάος ἀνθρώποισι φέροντας,  κι ουδέ να ζέψει τα γοργόφτερα πουλάρια της, το Λάμπο
                    Λάμπον καὶ Φαέθονθ᾿, οἵ τ᾿ Ἠῶ πῶλοι ἄγουσι.   και το Φαέθοντα, την άφηνε, στη γη το φως να φέρουν.
                    καὶ τότ᾿ ἄρ᾿ ἣν ἄλοχον προσέφη πολύμητις   Κι είπε ο πολύβουλος στο ταίρι του γυρνώντας Οδυσσέας:
                    Ὀδυσσεύς                              «Γυναίκα, αλήθεια, δεν ετέλεψαν οι μόχτοι μου όλοι ακόμα,
                    «ὦ γύναι, οὐ γάρ πω πάντων ἐπὶ πείρατ᾿ ἀέθλων   μον᾿ κι άλλα βάσανα αλογάριαστα με καρτερούν ξοπίσω,
                    ἤλθομεν, ἀλλ᾿ ἔτ᾿ ὄπισθεν ἀμέτρητος πόνος ἔσται,
   282   283   284   285   286   287   288   289   290   291   292